του Θέμη Τζήμα
Είναι πια παραπάνω από εξόφθαλμη η «χρησιμότητα» του μεταναστευτικού ζητήματος πριν από κάθε εκλογική αναμέτρηση.
Τα τελευταία χρόνια, όλως τυχαίως περίπου κανα μήνα πριν από τις όποιες εκλογές,
τα κατεστημένα ΜΜΕ, οι παπαγάλοι τους και τα φερέφωνά τους στην
πολιτική ξεκινούν τη μάχη κατά των παράνομων μεταναστών, που εσχάτως
αναγορεύθηκε σε επιχείρηση ανακατάληψης των πόλεων από τον πρόεδρο της
ΝΔ.
Οι ίδιες δυνάμεις και πρόσωπα που κατηγορούν- εν πολλοίς άδικα κατά τη
γνώμη μου- την πολιτική τάξη της «μεταπολίτευσης» εν γένει, ότι θώπευε
ταπεινά ένστικτα της μεγάλης πλειοψηφίας του λαού γεννώντας την
προσδοκία της διαρκούς οικονομικής και κοινωνικής ανόδου, κάνουν εδώ και καιρό κάτι απείρως χυδαιότερο και επικινδυνότερο:
θωπεύουν τα πλέον ταπεινά, φοβικά ένστικτα της μεγάλης μάζας του λαού,
πατώντας πάνω σε πραγματικούς και δικαιολογημένους φόβους, την αιτία των
οποίων οι ίδιοι εν πολλοίς δημιούργησαν και τάζουν δήθεν λύσεις έχοντας
ως μοναδικούς στόχους να μαζέψουν ψήφους για τους εαυτούς τους και να
ανοίξουν νέες αγορές για παρασιτικά, επιχειρηματικά συμφέροντα και να
χτίσουν μια πολιτική ζωή βασισμένη στο μανιχαϊσμό.
Ο πρώτος λόγος είναι απολύτως προφανής, ειδικά ενόψει της επερχομένης αναμέτρησης: αφού
η επίδραση της απειλής περί επιστροφής στη δραχμή φθίνει, αφού στο
δίλημμα μνημόνιο- αντιμνημόνιο οι αντιμνημονιακές δυνάμεις υπερτερούν,
αφού οι διαρκείς παρεμβάσεις του ξένου παράγοντα περισσότερο θυμώνουν
παρά φοβίζουν το λαό και αφού η έλευση νέων μέτρων ακόμα πιο βάρβαρων
και αδιέξοδων από όσα ζήσαμε μέχρι σήμερα δεν μπορεί να αποκρυβεί, το
πεδίο της πολιτικής αντιπαράθεσης πρέπει να μετατοπιστεί στο νόμο και
στην τάξη, στα αστυνομικά μέτρα, στη διαχείριση του φόβου ως προς την
εγκληματικότητα.
Ο δεύτερος λόγος έχει να κάνει με το ότι ως γνωστόν οι
παράνομοι μετανάστες συνιστούν το καλύτερο εργαλείο στα χέρια του
ιδιωτικού real estate, της μεσαίας και μεγάλης εργολαβίας που
δραστηριοποιείται στο κέντρο των Αθηνών και άλλων πόλεων, καθώς
συντείνουν στην πτώση των αξιών.
Το ιδιωτικό real estate άνθησε στη βάση της συνειδητής απόρριψης
της δημόσιας πολιτικής γης και του δημοσίου σχεδιασμού ανάπτυξης των
αστικών κέντρων. Το ιδιωτικό real estate του κέντρου των Αθηνών
και άλλων πόλεων συνιστά μια από τις καλύτερες εικόνες του πως
φαντάζονται οι εμπνευστές και λειτουργοί των μνημονίων, την
“απελευθερωμένη” από τον κρατικό παρεμβατισμό ιδιωτική
επιχειρηματικότητα.
Ο δημόσιος τομέας, το κράτος, είτε στην κεντρική του μορφή είτε
διά των ΟΤΑ αποσύρθηκε από τις πόλεις και τις παραχώρησε στα ιδιωτικά
εργολαβικά συμφέροντα μέσα από ένα πολυδαίδαλο άρα ανεφάρμοστο
και ευεπίφορο στη διαφθορά χωροταξικό και πολεοδομικό δίκαιο. Τα
ιδιωτικά εργολαβικά συμφέροντα κατέστρεψαν τις πόλεις με πρώτη την
Αθήνα, όχι μόνο αισθητικά αλλά και ως προς τις δυνατότητες βιώσιμης
ανάπτυξής τους. Κατέλαβαν σχεδόν κάθε δημόσιο χώρο σταδιακά
ιδιωτικοποιώντας τον, επέβαλαν τις επιχειρηματικές δράσεις που τους
αποφέρουν τα μεγαλύτερα κέρδη- βλ. γιγαντιαία εμπορικά κέντρα-
μετέτρεψαν ολόκληρες περιοχές σε χώρους διασκέδασης ή επαγγελματικής
δραστηριοποίησης κατά βάση και όχι κατοικίας και τώρα, υποτιμώντας τις
αξίες των ακινήτων στο κέντρο της Αθήνας και διώχνοντας τους κατοίκους,
προετοιμάζονται για ένα νέο γύρο κερδοσκοπικής συσσώρευσης.
Κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι η εργολαβία συνέτεινε στην οικονομική
μεγέθυνση και ότι έδινε επί δεκαετίες δουλειά σε χιλιάδες εργαζομένους.
Αυτό όμως κατά καμία έννοια είχε ως προϋπόθεση την εγκατάλειψη των
πόλεων στην αρρύθμιστη ιδιωτική κερδοσκοπία. Ούτε ο ιδιωτικός τομέας,
μπορεί στα σοβαρά να υποστηρίξει κανείς, ότι αποδείχθηκε λιγότερο
διεφθαρμένος και περισσότερο καλαίσθητος από ό,τι θα αποδεικνυόταν ο
δημόσιος τομέας μέσα από έναν ισχυρά παρεμβατικό ρόλο.
Ο τρίτος λόγος της επαναφοράς του μεταναστευτικού με το
δεδομένο μάλιστα τρόπο στο προσκήνιο αφορά την προσπάθεια “εκπαίδευσης”
του λαού σε μια παλαιά αλλά ξεχασμένη πολιτική ρητορική και πράξη: αυτή
που δομείται στη βάση του μανιχαϊσμού, γύρω από “αποστειρωμένες” ζώνες,
από εκτοπίσεις και από πολεμική ορολογία που στρέφεται κατά του
εσωτερικού εχθρού.
Ο στόχος είναι να μη μιλούμε για αριστερά και δεξιά, σοσιαλιστές και
νεοφιλελευθέρους, προοδευτικούς και συντηρητικούς, δημοκράτες και
αντιδραστικούς αλλά για καλούς και κακούς, υγιείς και αρρώστους,
νοικοκυραίους και επικίνδυνους,φιλήσυχους και ταραξίες.
Παράλληλα, είτε πρόκειται για “κουκουλοφόρους” είτε για
μετανάστες ή αύριο ενδεχομένως για “αντεθνικώς δρώντες αριστερούς”
υπάρχει πάντα ένας εσωτερικός εχθρός που διασαλεύει την ευταξία και την
ασφάλεια, που “καταλαμβάνει” και “λυμαίνεται” τα πανεπιστήμια-
περιέργως
και σε σχέση με τα πανεπιστήμια ενοχλούν μόνο οι “αριστεριστές” ενώ
αντίθετα για την καταδρομική επιχείρηση ακροδεξιών εναντίον φοιτητών τις
προάλλες, σχεδόν κανένα ΜΜΕ δεν έδειξε να κόπτεται-τους χώρους
δουλειάς, τις πόλεις, τη χώρα, τη δημοκρατία, που καταχράται των
δικαιωμάτων όλων μας, που επιβιώνει εις βάρος της ανεκτικής “σιωπηλής
πλειοψηφίας”.
Κατά συνέπεια πρέπει να εξαπολυθεί από το κράτος και το ακροδεξιό παρακράτος,
ένας πόλεμος ανακατάληψης των πανεπιστημίων, των πόλεων, της χώρας και
πάει λέγοντας, που πάντα περνάει μέσα από στέρηση κοινωνικών και
δημοκρατικών δικαιωμάτων, καταστολή και συνοδεύεται από τους διθυράμβους
των καθεστωτικών ΜΜΕ υπέρ των “αντεπιτιθεμένων” προς όφελος της
“σιωπηλής πλειοψηφίας νοικοκυραίων”.
Αν ανατρέξει κανείς στην περίοδο Ρέηγκαν και Θάτσερ θα
διαπιστώσει ότι και οι δυο τους, όπως και πολλοί δικτάτορες ανά τον
κόσμο, εξαπέλυαν τακτικότατα τέτοιους “πολέμους” εναντίον εσωτερικών
εχθρών, ειδικά δε εναντίον συνδικάτων και φτωχών πληθυσμιακών ομάδων.
Και στη βάση των παραπάνω είναι λογικό οι ηττημένοι του εσωτερικού
πολέμου, οι “κακοί”, οι “άρρωστοι”, οι επικίνδυνοι για τη δημόσια τάξη
να περιφράσσονται. Η περίφραξη και η εκτόπιση με τη σειρά τους, δεν
είναι άνευ συνεπειών στη συλλογική συνείδηση έννοιες.
Επεκτείνουν την κατάτμηση της κοινωνίας στους περίκλειστους και μη,
στους περισσότερο και λιγότερο ελεύθερους, όχι λόγω του τι έχουν
διαπράξει αλλά λόγω του ποιοι είναι και που βρέθηκαν. Η κοινωνία
μιθριδατίζει στην ιδέα ότι μπορεί να δεσμεύει χώρους όπου θα εκτοπίζει
επικίνδυνους για την ίδια ανθρώπους, χωρίς καμία ουσιαστική πρόνοια για
το τι συμβαίνει μετά.
Εμπεδώνεται έτσι η λογική του ιδιώτη που ζώντας και ο ίδιος σε
περίκλειστο, περιφραγμένο αλλά προφανώς πολύ αξιοπρεπέστερο χώρο
εφησυχάζει στην ιδέα ότι ο “επικίνδυνος”, “άρρωστος”, “κακός” άλλος
είναι μακρυά, κλειδωμένος κάπου. Αυτός σήμερα είναι ο
μετανάστης, καθώς μπροστά στην απόγνωσή τους οι κάτοικοι του κέντρου της
Αθήνας λογικά επιδιώκουν μια οποιαδήποτε “λύση”, μια έστω πρόσκαιρη
ανακούφιση. Αύριο θα είναι κάποιος άλλος.
Ας αναρωτηθούμε όμως λίγο από την άλλη: τι και ποιος
ακριβώς εμπόδισε τα τελευταία είκοσι χρόνια το ελληνικό κράτος να
αποκτήσει μεταναστευτική πολιτική; Ποιος εμποδίζει τις ελληνικές
κυβερνήσεις των πολλών τελευταίων ετών να επαναδιαπραγματευτούν τις
απαράδεκτες συνθήκες του Δουβλίνου που καθιστούν χώρες σαν την Ελλάδα
αποθήκες εξαθλιωμένων εργατών και εν γένει ανθρώπων και τους ίδιους
αυτούς τους ανθρώπους έρμαια κάθε δουλεμπόρου ή εργοδότη;
Γιατί σήμερα δεν υπάρχει στην ουσία εφαρμόσιμη νομοθεσία που να
επιτρέπει την ύπαρξη νομίμων μεταναστών, νομοθεσία που να επιτρέπει την
καταγραφή και νομιμοποίηση των παρανόμως εργαζομένων και διαμενόντων
μεταναστών, τη συστηματική υγειονομική τους παρακολούθηση, και την
καταγραφή τους;
Γατί το ίδιο το κράτος διασφαλίζει ότι δε θα υπάρξει διαχωρισμός μεταξύ
εκείνων που μπορούν να προσφέρουν στην εθνική οικονομία και εκείνων που
δεν μπορούν, μεταξύ εκείνων που θέλουν να συνεχίσουν προς άλλες
ευρωπαϊκές χώρες και εκείνων που θέλουν να μείνουν στην Ελλάδα;
Γιατί οι διοικητικές και δικαστικές δομές παραμένουν αφόρητα αργές,
γραφειοκρατικές και αναποτελεσματικές; Πόσο δύσκολο είναι αλήθεια να
εντοπιστούν τα διαμερίσματα στο κέντρο της Αθήνας που νοικιάζονται
κερδοσκοπικά σε δεκάδες μεταναστών, με άθλιες συνθήκες; Ποιος εμπόδισε
την έναρξη διαλόγου και τη δημιουργία κέντρων φιλοξενίας όπου θα
μπορούσε να υπάρχει συμμετοχή εμπειρογνωμόνων και της ΕΕ, ώστε να έχουν
άμεση γνώση του τι συμβαίνει στη χώρα, αντί της φίρδην- μίγδην
δημιουργίας στρατοπέδων κράτησης;
Τα ίδια τα ερωτήματα σκιαγραφούν εν δυνάμει απαντήσεις στο
μεταναστευτικό ζήτημα προς βιώσιμη και προοδευτική κατεύθυνση. Αντί
αυτών επελέγη η εγκατάλειψη της προσπάθειας δημοσίου σχεδιασμού και
βιώσιμης διαχείρισης του μεταναστευτικού ζητήματος.
Γιατί; Μα διότι
έτσι συντηρείται η βιομηχανία της διακίνησης φθηνών εργατών, πορνείας κτλ, μέσα από κυκλώματα διαφθοράς.
Το ίδιο το κράτος, υπό το πρόσχημα της “αυστηρότητάς” του απέναντι
στους μετανάστες, κλείνοντας κάθε δυνατότητας νομιμοποίησής τους
ενισχύει την εργοδοσία που βασίζει την κερδοφορία της στο εξευτελιστικό
εργατικό κόστος και τον υπόκοσμο που τρέφεται με τις προαναφερθείσες
παρασιτικές δραστηριότητες.
Και όλα αυτά θωπεύοντας το φόβο, ενισχύοντας το νεοφασισμό και
κοροϊδεύοντας τους κατοίκους των περιοχών που πλήττονται κατεξοχήν, με
κορώνες περί ακόμα πιο “αυστηρής” αντιμετώπισης των μεταναστών,
φυλακίζοντάς τους σε μια χώρα στην οποία οι περισσότεροι δε θέλουν να
μείνουν και αξιοποιώντας τους ως χρήσιμα εργαλεία υπέρ του
αποπροσανατολισμού του λαού, της κερδοφορίας του παρασιτισμού και της
δόμησης μιας μανιχαϊστικής πολιτικής ζωής.
Γι' αυτό είναι τόσο “χρήσιμοι” πριν και από αυτές τις εκλογές οι μετανάστες των Αθηνών.