γραφει ο αρισταρχος
Σελίδα 2
Και
κάποτε ανακατώθηκαν τα ροκανίδια με το άρωμα της και είδαν το φως τρία
υπέροχα παιδιά. Μαζί τους και η ευτυχία που ώρες ώρες την φοβόταν. Της
ερχόταν πολύ για να είναι αλήθεια. Όχι ότι τους έτρεχαν τα χρήματα στον
δρόμο αλλά να …μόνο τα απαραίτητα. Δεν ήταν δα και μαθημένοι στην χλιδή.
Είχε όλη της την αυλή σπαρμένη με εποχιακά λαχανικά και μειώνονταν τα
έξοδα αρκετά, χώρια που έτρωγαν πιο υγιεινά από τα αγοραστά κι ας ήταν
πασπαλισμένα από κάπνες αυτοκινήτων.
Είχε μάθει από μόνη της αλλά άκουγε και τον πατέρα της που της έλεγε να μην μαρτυράει την ευτυχία της ούτε στους συγγενείς της.
Τα κακόβουλα μάτια ήταν όλα καρφωμένα πάνω τους ζηλόφθονα. Τέτοια αγάπη
πια, κανείς στην γειτονιά δεν είχε. Όλη η οικογένεια πάντα μαζί. Πάντα
χαρούμενη και τραγουδιστή. Καθόντουσαν στο τραπεζάκι της αυλής κάτω από
το υπόστεγο και απολάμβαναν το φαγητό τους. Ιδιαίτερα σε γιορτές. Με
φίλους ή χωρίς. Έπιανε ύστερα ο Άκης το ακορντεόν και τους τύλιγε με
αρμονικά δεμένες νότες γεμάτες ευδαιμονία. Και πάντα θα τέλειωνε το
ρεπερτόριο με την προσφυγούλα.
“Αρχοντογιός παντρεύεται και παίρνει προσφυγούλα μαυρομάτα … ” Την
τραγουδούσε ο Μανώλης με την γλυκιά και στρωτή του φωνή. Όσο άντεχε
δηλαδή γιατί φορτώνονταν συναισθηματικά άσχημα και τον έπνιγαν τα
αναφιλητά καθώς θυμόταν την μανούλα του, παιδάκι αυτός, να του την
τραγουδάει με σεκόντο τον αργαλειό. Κι ύστερα έκλαιγε με την μάνα του
παρέα για την κακή τύχη της μαυρομάτας της καψερής, την κυρά του
αρχοντογιού . Τέτοια ψυχούλα ήταν.
Μόνη παραφωνία στο χαρούμενο σκηνικό αποτελούσε η σφιχτοκολιά του
αραβωνιαστικού της Σοφίας, του Μίλτου. Τους κρατούσε μύτη και τόδειχνε
όσο μπορούσε. Σε τέτοιο σημείο που αν η Σοφία δεν ήταν ερωτευμένη μαζί
του θα του ρίχνονταν ο Άκης. Μα τον συγκρατούσε ο πατέρας . “Άσε να
παντρευτεί να φύγουν” τούλεγε και ύστερα μετάνιωνε για την κουβέντα που
ξεστόμιζε. Άλλωστε που θα πήγαινε το παιδί του;.
” Ένα χιλιόμετρο πιο κάτω. Γιά αφήστε ήσυχα τα παιδιά να μην τα πάρω
στην κράνα” έλεγε η μάνα και έσκαγαν στα γέλια μαζί της “που τάμαθες τα
Γαλλικά ρε μάνα;” Αυτή αγκάλιαζε τον μικρό Θανάση με αγάπη “Έχω δω τον
δάσκαλο που μου κάνει το φροντιστήριο” Έτσι ξεγλιστρούσε κι ο Μίλτος από
τα πυρά. Έτσι κυλούσε και η ζωή τους.
Στο πίσω μέρος της αυλής είχε ένα δωμάτιο παράνομα χτισμένο, σκέτη
παραφωνία κολλημένο στο σπίτι. Με εσωτερική πόρτα για να μένει ο μικρός
της αδελφός. ¨Ενας κοντούλης πενηντάρης με τρίχες μόνο στα πλαϊνά του
κρανίου του. Γαμψή μύτη και σκελετωμένο πρόσωπο. Το αντίθετο της αδελφής
του. Όση ομορφιά χάρισε απλόχερα η κυρά-Θεοδοσία στην κόρη της φαίνεται
πως την έκλεψε από το “μπασμένο” πούλεγε με περιπαικτική διάθεση ο
θείος της και αδελφός της Θεοδοσίας, ο θείος Γιώργης. Μόνος εν ζωή από
την γενιά της μάνας της. Έμενε μόνος σ’ ένα χωριό εκατόν πενήντα
χιλιόμετρα μακριά, πάνω στο βουνό.
Το “μπασμένο” είχε όνομα και το έλεγαν Κοσμά. Από τα δώδεκα που
τέλειωσε το σχολείο τον έβαλαν να δουλεύει στο νταμάρι. Ύστερα τον πήρε ο
υπεύθυνος για τις ανατινάξεις και τον έκανε βοηθό του. Τούμαθε την
δουλειά κι ύστερα τον άφησε αφεντικό να βάζει φουρνέλα και να ανατινάζει
τις πέτρες. Ανύπαντρος, κόλλησε στην αδελφή του και τον γαμπρό του για
παρέα και γεράματα. Παρά την ασχήμια και το μικρό του μπόϊ η φύση,
κρυφά, τούδωσε ένα χαΐρι. Ήταν χορευταράς, ειδικά στο ζεϊμπέκικο. Αλλά
με τις γυναίκες ήταν άτυχος, γι αυτό και ξέμεινε μπακούρι, κούτσουρο.
Αυτά τα ξαφνικά που την έπιαναν, όπως το μεσημεριανό που ήθελε να
βουτήξει στις σκάλες κάθισε και το συζήτησε με τον Μανώλη. Αποφάσισαν να
επισκεφτούν έναν νευρολόγο. Η μεγάλη κούραση και το οικονομικό άγχος,
απεφάνθη ο ειδικός και πρότεινε να ασχολούνται περισσότερο μαζί της
παρέα με κάποια αγχολυτικά. Κι έπεσαν όλοι πάνω της να την γιατρέψουν.
Μέχρι κι ο μικρός Θανασάκης έγραφε ένα σωρό ανέκδοτα να της τα λέει όλη
μέρα για νάναι χαρούμενη.
Με τόση αγάπη τριγύρω σου να ξεχειλίζει πώς να μην γίνεις καλά. Κι ας
τους χτυπούσε η ανεργία όπως όλους, κι ας τους ρήμαξαν στα χαράτσια
όπως όλους, κι ας τους έλουζε η αρνητικότητα του χαιρέκακου με την
βλακεία της ‘λογικής’ -να ψοφήσει του γείτονα ο γάιδαρος – Όχι δεν θα
ενέδιδαν στην μοχθηρία του κακού, στην ελαφρότητα του ηλίθιου. Θα
σφίγγονταν ο ένας πάνω στον άλλο κι όπου πολλοί θάνατος δε λογεί .
Συνεχίζεται