Οι μέρες μας περνάνε, οι νύχτες μας δεν περνάνε.
Τρέχουμε προς τη διαφυγή μας, ενώ γύρω μας εξελίσσεται ένα κανονικό ανθρωποκυνηγητό. Πίσω μας μία ζωή προκαθορισμένη, χαραγμένη από τα χέρια των κυρίαρχων, με στόχο να εσωτερικεύσουμε την υποταγή ως αντικειμενική συνθήκη, να νομιμοποιήσουμε ηθικά συστήματα νόμων και κανόνων, να εξισώσουμε το άτομο με μία στατιστική λογική αριθμών. Μπροστά μας ο κόσμος των «ουτοπικών» μας φαντασιώσεων που κατακτιέται μόνο με βία. Μία ζωή, μία πιθανότητα και αποφασιστικές επιλογές.
Κοίτα το κενό ανάμεσα στα σύννεφα και πήδα, γιατί ποτέ η πτώση δεν υπήρξε πιο σίγουρη επιλογή.
Την Παρασκευή 01.02, μαζί με ομάδα συντρόφων, προχωρήσαμε στη διπλή ληστεία της Αγροτικής Τράπεζας και του Ταχυδρομείου στο Βελβεντό Κοζάνης. Άποψή μας είναι πως έχει κάποια ουσία να αναλύσουμε σε ένα βαθμό το επιχειρησιακό κομμάτι της ληστείας. Κυρίως για να αναδειχθούν όλες οι πτυχές της επίθεσης, οι επιλογές που κάναμε, τα λάθη που διαπράξαμε και οι λόγοι που μας οδήγησαν σε αυτά:
Το πρωί της Παρασκευής λοιπόν, επιτεθήκαμε στους δύο στόχους χωρισμένοι σε δύο ομάδες. Επιδίωξή μας από την αρχή ήταν να πάρουμε τα χρήματα και από τα δύο χρηματοκιβώτια, όπως και έγινε. Κατά τη διάρκεια της διαφυγής μας, μία σειρά από ατυχή γεγονότα και λανθασμένους χειρισμούς, οδήγησαν στην έκθεση τόσο του οχήματος μας, όσο και στην κατεύθυνσή μας στην αστυνομία.
Λόγω του αστυνομικού κλοιού που σχηματίστηκε αυτόματα, ο σύντροφος που οδηγούσε το διαμορφωμένο εξωτερικά σαν ασθενοφόρο βαν, αναζητούσε διεξόδους διαφυγής για την ομάδα που έκανε τις ληστείες. Στην προσπάθειά του αυτή, έκανε το λάθος να περάσει τρεις φορές από όχημα των μπάτσων, με αποτέλεσμα να θεωρηθεί ύποπτος. Ακολούθησε καταδίωξη και μετά, λόγω άγνοιας της περιοχής στην οποία κατέληξε, έφτασε σε τέσσερα αδιέξοδα στους χωματόδρομους των ορυχείων, με αποτέλεσμα στο τελευταίο να περικυκλωθεί και να μην έχει πια κανένα ουσιαστικό περιθώριο διαφυγής. Έτσι, αφού έκαψε το βαν, τον συνέλαβαν. Με αυτές τις εξελίξεις και ενώ ο σύντροφός μας με το όχημα διαφυγής βρισκόταν ήδη στα χέρια των μπάτσων, το εύρος των επιλογών μας μειώθηκε σημαντικά.
Αποφασίσαμε, λοιπόν, να σταματήσουμε το πρώτο διερχόμενο όχημα, καθώς θα εξασφάλιζε μία πιο ασφαλή διαφυγή για εμάς και τους συντρόφους μας. Το μείζον ζήτημα σε αυτή τη συνθήκη ήταν να μη γίνει γνωστό στους μπάτσους το νέο όχημα διαφυγής των συντρόφων μας, οπότε αποφασίσαμε να κρατήσουμε τον οδηγό στο βαν μαζί μας, μέχρι να βρούμε έναν τρόπο διαφυγής και για εμάς. Κάπου εκεί υπήρξε και η συνάντησή μας με ένα περιπολικό που εξελίσσεται σταδιακά σε άγρια καταδίωξη ως την πόλη της Βέροιας με τις περισσότερες δυνάμεις αστυνομίας, που υπήρχαν στη περιοχή, πίσω μας. Προφανώς δε διανοηθήκαμε στιγμή να χρησιμοποιήσουμε τον συγκεκριμένο όμηρο ως ανθρώπινη ασπίδα(δεν θα είχαμε π.χ. πρόβλημα αν είχαμε τον διευθυντή μίας τράπεζας), άλλωστε η αστυνομία δε γνώριζε την ύπαρξή του. Εν τέλει, λειτούργησε ως ανθρώπινη ασπίδα για τους μπάτσους εν αγνοία τους, καθώς αποτέλεσε την αιτία που δε χρησιμοποιήσαμε τα όπλα μας για να απεμπλακούμε. Γιατί η συνείδησή μας και ο αξιακός μας κώδικας δε μας επιτρέπουν να ρισκάρουμε τη ζωή ενός τυχαίου ανθρώπου που βρέθηκε μαζί μας παρά τη θέλησή του.
Στο σημείο αυτό θέλουμε να καταστήσουμε σαφές, ότι τα όπλα δεν τα είχαμε για εκφοβισμό, αλλά ως εργαλείο σε περίπτωση συμπλοκής μας με μπάτσους. Άρα, λοιπόν, ο λόγος που τελικά δεν πράξαμε όπως αναλογούσε, ώστε να διαφύγουμε, ήταν μία συνθήκη στην οποία βρεθήκαμε από λανθασμένο χειρισμό.
Η μόνη εκδοχή διαφυγής πλέον ήταν η ταχύτητα και η προσπάθειά μας να κερδίσουμε απόσταση με το όχημα μας από τους μπάτσους που μας καταδίωκαν. Βέβαια η, πόλη της Βέροιας δεν προσφέρεται για κάτι τέτοιο και έτσι σύντομα εγκλωβιστήκαμε σε ένα στενό με αποτέλεσμα τη σύλληψή μας. Κατά τη διάρκεια της σύλληψής μας, το μόνο που δηλώσαμε από την αρχή ήταν ότι ο άνθρωπος που είχαμε μαζί μας δεν είχε καμία σχέση με τη ληστεία και εμάς. Παρ’ όλα αυτά οι μπάτσοι συνέχιζαν να τον χτυπάνε και αυτόν, τουλάχιστον για όσο είχαμε οπτική επαφή μαζί του.
Η παραπάνω αφήγηση δεν γίνεται στα πλαίσια της επίδειξης και της αυτοπροβολής, αλλά για να αντιστρέψουμε την παρακαταθήκη μίας άνευ μάχης σύλληψης που οι συνθήκες μας οδήγησαν.
Η αφήγηση τελειώνει στα κεντρικά της αστυνομίας στη Βέροια, όπου ακολουθησε πολύωρος βασανισμός τριών από εμάς από τα γουρούνια της αστυνομίας. Οι τακτικές γνωστές και αναμενόμενες: κουκούλα, δέσιμο με χειροπέδες πισθάγκωνα και ξύλο.
Θεωρούμε αυτονόητο πως ανάμεσα σε εμάς και το σύστημα υπάρχει μία σαφής διαχωριστική γραμμή που αποτυπώνει τον πόλεμο μεταξύ δύο κόσμων. Τον κόσμο της κυριαρχίας, της καταπίεσης και της υποδούλωσης και τον κόσμο της ελευθερίας που δημιουργούμε και κρατάμε ζωντανό μέσα από την αδιάκοπη πάλη με την εξουσία.
Σε αυτόν τον πόλεμο τα γουρούνια της αστυνομίας αποτελούν μόνιμο στόχο των αναρχικών
Τρέχουμε προς τη διαφυγή μας, ενώ γύρω μας εξελίσσεται ένα κανονικό ανθρωποκυνηγητό. Πίσω μας μία ζωή προκαθορισμένη, χαραγμένη από τα χέρια των κυρίαρχων, με στόχο να εσωτερικεύσουμε την υποταγή ως αντικειμενική συνθήκη, να νομιμοποιήσουμε ηθικά συστήματα νόμων και κανόνων, να εξισώσουμε το άτομο με μία στατιστική λογική αριθμών. Μπροστά μας ο κόσμος των «ουτοπικών» μας φαντασιώσεων που κατακτιέται μόνο με βία. Μία ζωή, μία πιθανότητα και αποφασιστικές επιλογές.
Κοίτα το κενό ανάμεσα στα σύννεφα και πήδα, γιατί ποτέ η πτώση δεν υπήρξε πιο σίγουρη επιλογή.
Την Παρασκευή 01.02, μαζί με ομάδα συντρόφων, προχωρήσαμε στη διπλή ληστεία της Αγροτικής Τράπεζας και του Ταχυδρομείου στο Βελβεντό Κοζάνης. Άποψή μας είναι πως έχει κάποια ουσία να αναλύσουμε σε ένα βαθμό το επιχειρησιακό κομμάτι της ληστείας. Κυρίως για να αναδειχθούν όλες οι πτυχές της επίθεσης, οι επιλογές που κάναμε, τα λάθη που διαπράξαμε και οι λόγοι που μας οδήγησαν σε αυτά:
Το πρωί της Παρασκευής λοιπόν, επιτεθήκαμε στους δύο στόχους χωρισμένοι σε δύο ομάδες. Επιδίωξή μας από την αρχή ήταν να πάρουμε τα χρήματα και από τα δύο χρηματοκιβώτια, όπως και έγινε. Κατά τη διάρκεια της διαφυγής μας, μία σειρά από ατυχή γεγονότα και λανθασμένους χειρισμούς, οδήγησαν στην έκθεση τόσο του οχήματος μας, όσο και στην κατεύθυνσή μας στην αστυνομία.
Λόγω του αστυνομικού κλοιού που σχηματίστηκε αυτόματα, ο σύντροφος που οδηγούσε το διαμορφωμένο εξωτερικά σαν ασθενοφόρο βαν, αναζητούσε διεξόδους διαφυγής για την ομάδα που έκανε τις ληστείες. Στην προσπάθειά του αυτή, έκανε το λάθος να περάσει τρεις φορές από όχημα των μπάτσων, με αποτέλεσμα να θεωρηθεί ύποπτος. Ακολούθησε καταδίωξη και μετά, λόγω άγνοιας της περιοχής στην οποία κατέληξε, έφτασε σε τέσσερα αδιέξοδα στους χωματόδρομους των ορυχείων, με αποτέλεσμα στο τελευταίο να περικυκλωθεί και να μην έχει πια κανένα ουσιαστικό περιθώριο διαφυγής. Έτσι, αφού έκαψε το βαν, τον συνέλαβαν. Με αυτές τις εξελίξεις και ενώ ο σύντροφός μας με το όχημα διαφυγής βρισκόταν ήδη στα χέρια των μπάτσων, το εύρος των επιλογών μας μειώθηκε σημαντικά.
Αποφασίσαμε, λοιπόν, να σταματήσουμε το πρώτο διερχόμενο όχημα, καθώς θα εξασφάλιζε μία πιο ασφαλή διαφυγή για εμάς και τους συντρόφους μας. Το μείζον ζήτημα σε αυτή τη συνθήκη ήταν να μη γίνει γνωστό στους μπάτσους το νέο όχημα διαφυγής των συντρόφων μας, οπότε αποφασίσαμε να κρατήσουμε τον οδηγό στο βαν μαζί μας, μέχρι να βρούμε έναν τρόπο διαφυγής και για εμάς. Κάπου εκεί υπήρξε και η συνάντησή μας με ένα περιπολικό που εξελίσσεται σταδιακά σε άγρια καταδίωξη ως την πόλη της Βέροιας με τις περισσότερες δυνάμεις αστυνομίας, που υπήρχαν στη περιοχή, πίσω μας. Προφανώς δε διανοηθήκαμε στιγμή να χρησιμοποιήσουμε τον συγκεκριμένο όμηρο ως ανθρώπινη ασπίδα(δεν θα είχαμε π.χ. πρόβλημα αν είχαμε τον διευθυντή μίας τράπεζας), άλλωστε η αστυνομία δε γνώριζε την ύπαρξή του. Εν τέλει, λειτούργησε ως ανθρώπινη ασπίδα για τους μπάτσους εν αγνοία τους, καθώς αποτέλεσε την αιτία που δε χρησιμοποιήσαμε τα όπλα μας για να απεμπλακούμε. Γιατί η συνείδησή μας και ο αξιακός μας κώδικας δε μας επιτρέπουν να ρισκάρουμε τη ζωή ενός τυχαίου ανθρώπου που βρέθηκε μαζί μας παρά τη θέλησή του.
Στο σημείο αυτό θέλουμε να καταστήσουμε σαφές, ότι τα όπλα δεν τα είχαμε για εκφοβισμό, αλλά ως εργαλείο σε περίπτωση συμπλοκής μας με μπάτσους. Άρα, λοιπόν, ο λόγος που τελικά δεν πράξαμε όπως αναλογούσε, ώστε να διαφύγουμε, ήταν μία συνθήκη στην οποία βρεθήκαμε από λανθασμένο χειρισμό.
Η μόνη εκδοχή διαφυγής πλέον ήταν η ταχύτητα και η προσπάθειά μας να κερδίσουμε απόσταση με το όχημα μας από τους μπάτσους που μας καταδίωκαν. Βέβαια η, πόλη της Βέροιας δεν προσφέρεται για κάτι τέτοιο και έτσι σύντομα εγκλωβιστήκαμε σε ένα στενό με αποτέλεσμα τη σύλληψή μας. Κατά τη διάρκεια της σύλληψής μας, το μόνο που δηλώσαμε από την αρχή ήταν ότι ο άνθρωπος που είχαμε μαζί μας δεν είχε καμία σχέση με τη ληστεία και εμάς. Παρ’ όλα αυτά οι μπάτσοι συνέχιζαν να τον χτυπάνε και αυτόν, τουλάχιστον για όσο είχαμε οπτική επαφή μαζί του.
Η παραπάνω αφήγηση δεν γίνεται στα πλαίσια της επίδειξης και της αυτοπροβολής, αλλά για να αντιστρέψουμε την παρακαταθήκη μίας άνευ μάχης σύλληψης που οι συνθήκες μας οδήγησαν.
* * * * *
Η αφήγηση τελειώνει στα κεντρικά της αστυνομίας στη Βέροια, όπου ακολουθησε πολύωρος βασανισμός τριών από εμάς από τα γουρούνια της αστυνομίας. Οι τακτικές γνωστές και αναμενόμενες: κουκούλα, δέσιμο με χειροπέδες πισθάγκωνα και ξύλο.
Θεωρούμε αυτονόητο πως ανάμεσα σε εμάς και το σύστημα υπάρχει μία σαφής διαχωριστική γραμμή που αποτυπώνει τον πόλεμο μεταξύ δύο κόσμων. Τον κόσμο της κυριαρχίας, της καταπίεσης και της υποδούλωσης και τον κόσμο της ελευθερίας που δημιουργούμε και κρατάμε ζωντανό μέσα από την αδιάκοπη πάλη με την εξουσία.
Σε αυτόν τον πόλεμο τα γουρούνια της αστυνομίας αποτελούν μόνιμο στόχο των αναρχικών
