((Ζέα ή Ζειά, απαγορευμένη δια νόμου. Γιατί άραγε;))
Ο Ηρόδοτος (5ος αι. π.κ.ε.) αναφέρει ότι οι Αιγύπτιοι παρασκεύαζαν ψωμί αποκλειστικά από ζέα και περιφρονούσαν το σιτάρι και το κριθάρι. Ο θεόφραστος (4ος αι. π.κ.ε.) διακρίνει σαφώς τη ζέα από την όλυρα, χαρακτηρίζοντας την πρώτη ως το πλέον αποδοτικότερο μεταξύ πολλών άλλων δημητριακών. Σύμφωνα, με τον Πλίνιο τον Πρεσβύτερο και τον Διονύσιο τον Αλικαρνασσέα, η ζειά (όλυρα) είχε καλλιεργηθεί αποκλειστικά ως το μοναδικό δημητριακό από τους πρώτους Ρωμαίους στην αρχή της ιστορίας τους και αυτό αποδεικνύεται και από τη χρησιμοποίηση τους σε όλες τις θρησκευτικές τελετές τους.
Ο γιατρός Γαληνός (2ος αι. π.κ.ε.) αναφέρει την όλυρα ως το τρίτο σε θρεπτική αξία δημητριακό μετά το κριθάρι και το σιτάρι, ενώ όπως μας πληροφορεί ο Διοσκουρίδης (1ος αι. μ.κ.ε.) στην εποχή του ήταν διαδεδομένη μια πανάρχαια συνήθεια των Ελλήνων και των Ρωμαίων: η μίξη χονδροαλεσμένων κόκκων ζέας και σιταριού, που λεγόταν “κρίμνον”, και το οποίο ήταν ένα παχύρρευστο θρεπτικό ρόφημα που ονομαζόταν “πολτός” (χυλός).
Μα ένα άσχημο παιχνίδι παίχτηκε ει βάρος των Ελλήνων και ας διαβάσουμε πόσο σωστά το αναλύει ο στρατηγός Γ. Γ. ΑΫΦΑΝΤΗΣ. Περιγράφει ωραιότατα και πολύ σωστά, τον λόγο που είναι αδύνατον ο άνθρωπος που τρέφεται με σιτάρι, να ξεκολλήσει από τις εμφυτεύσεις που του περνάνε από την νηπιακή του ηλικία.
«Ζειά και γιατί φάρμακο σου πρέπει να είναι ή τροφή σου» Όμάδα επιστημόνων έφθασε εις τήν Θεσσαλονίκην, όπου εύρισκες τότε ανθρώπους άπό όλες τις φυλές. Ήρεύνησε προσεκτικά και έδημοσίευσε τό 1922 τό πρώτο σύγγραμμα διά τις ομάδες αίματος και τις ιδιαιτερότητες εκάστης. Οί Έλληνες είναι κατά πλειοψηφία “0″ ομάδος και οί υπόλοιποι “Α” ομάδος, οί Χάζαροι είναι “Β” ομάδος κ.λπ.
Αρχάς του 1923 στέλνουν εις τήν Θεσσαλονίκη ένα ζευγάρι ιατρών διά νά