Μιλούσε ήρεμα και πειστικά.
«Δεν υπάρχει κανένας κίνδυνος. Μπορείς να ζήσεις φυσιολογικά τη ζωή σου από κάθε άποψη με το ένα…»
Με είδε πως δεν αποφάσιζα και συνέχισε.
«Όλα τα έξοδα της θεραπείας καλυμμένα, συν δέκα χιλιάδες δολάρια δώρο από την Κλινική…»
Τι θα γινόταν αν δεν δεχόμουν;
«Η ασθενής θα διακόψει τη θεραπεία της και θα επιστρέψει στο σπίτι και η Κλινική θα διεκδικήσει νομικά τα νοσήλια που οφείλονται…»
Αυτό μεταφραζόταν: το δίνεις ή πεθαίνει.
Συμφώνησα. Αύριο πρωί, στις εφτά.
*
Δε με άφησαν να μπω στο δωμάτιο, είχε περάσει η ώρα των επισκεπτηρίων. Έπρεπε να φύγω.
«Η μαμά σου θα τα καταφέρει, μην ανησυχείς» είπε η νοσοκόμα και περίμενε ώσπου να με δει να μπαίνω στο ανσανσέρ.
*
Βγήκα στην Ενδιάμεση Ζώνη. Είχε κίνηση και πολύ κόσμο στις στάσεις των αστικών για την Ελεύθερη. Από τη στιγμή που το αποφάσισα, δε με πείραζε. Φοβόμουν μονάχα μη με ξεγελάσουν. Γιατί ένα και όχι δύο; Ποιος θα τους ρωτούσε ποτέ; Το ξεπέρασα κι αυτό, αφού δεν μπορούσα να κάνω τίποτα έτσι κι αλλιώς.
*
Από το τέρμα του αστικού ως το σπίτι είναι δέκα λεπτά δρόμος. Έκανα τα διπλά, κάπνισα δυο τσιγάρα στη διαδρομή. Σκοτείνιασε. Όταν ανηφόρισα έβλεπα τη φωτισμένη Ακρόπολη, ένα μεγάλο μέρος του κύκλου της Απαγορευμένης Ζώνης και τους δρόμους που ένωναν τον κύκλο με τον υπόλοιπο κόσμο. Δεν είχα μπει ποτέ εκεί. Εμείς μπαίνουμε για δουλειά ή διασκέδαση στην Ενδιάμεση Ζώνη και μετά επιστρέφουμε στη δική μας. Στην Ενδιάμεση Ζώνη βρίσκονται και οι Κλινικές. Αγόρασα ένα σάντουιτς και τσιγάρα και ανέβηκα.
*
Με περίμεναν. «Ό,τι είναι να γίνει, θα γίνει» σκεφτόμουν. Άφησα τα ρούχα μου στο ντουλάπι και φόρεσα μια πράσινη ρόμπα που έκλεινε πίσω. Μου πήραν αίμα. Μετά, έβαλαν στη φλέβα μου μια πεταλούδα. Μου έδωσαν ένα χάπι, ηρεμιστικό. Χαμογελούσαν όλοι. Άκουσα το κινητό μου μέσα από το ντουλάπι, είχα μήνυμα. Ψιλονύσταζα, αλλά το άνοιξα.
«Η μητέρα σας απεβίωσε. Θερμά συλλυπητήρια. Παρακαλούμε περάστε εντός τριών ημερών από το λογιστήριο, για τακτοποίηση του λογαριασμού σας».
Συνήλθα. Έβγαλα την ποδιά, φόρεσα όπως όπως τα ρούχα μου και έφυγα τρέχοντας, πριν προλάβει να με σταματήσει κάποιος.
*
Δεν είχε «αποβιώσει». Είχε πηδήξει στο κενό, μεσάνυχτα. Δεν μπορώ να το αποδείξω, λέω όμως ότι το έκανε για να μη χρειαστεί να δώσω το νεφρό μου. Αν το λογιστήριο μου έστελνε το μήνυμα πέντε λεπτά αργότερα, θα το μάθαινα μετά.
*
Το ίδιο βράδυ πήγα στο υπόγειο. Ήταν όλοι εκεί. Και ο δικός μου. Είχαν χόρτο, οι περισσότεροι όμως έπαιρναν χάπια.
«Που χάθηκες εσύ;» με ρώτησε. «Έλα, έχω καύλες…»
Χωρίς να το σκεφτώ, του έχωσα μια γονατιά. Τον άκουσα πίσω να με βρίζει πουτάνα.
*
Κομμένα όλα. Και το χόρτο και τα χάπια και οι αλήτες. Είμαι δεκαπέντε και θέλω καθαρό μυαλό. Πρέπει να έχεις καθαρό μυαλό για να ετοιμάσεις τη Μεγάλη Εκδίκηση.
*
Εικόνα: http://www.2-clicks-comics.com/comic-book-characters-letter-b/black-hole-comics.html