Παρασκευή 28 Δεκεμβρίου 2012

Εκατό σκαλοπάτια κι ένα πλατύσκαλο.


γραφει ο αρισταρχος
Σελίδα 10
stairsΕν τω μεταξύ η οικιακή έβαλε στο τραπέζι μπροστά τους ψητό και μια τάβλα με τυριά. Έβαλε άσπρο κρασί στα ποτήρια και έφυγε για τα χάπια.
Άπλωσε το χέρι με το κρασί ο Κωστής και είπε κοιτάζοντας κατάματα την γυναίκα.
-Στην υγεία της ξανθιάς κούκλας του φίλου μου του Άκη και στην υγεία του άντρα της. Ύστερα σήκωσε το ποτήρι προς τον ουρανό εκεί που υποτίθεται θα στεκόταν ο φίλος του και αναφώνησε “φίλε μου υπομονή, κοντεύει η ώρα να τα πούμε” και κατέβασε το κρασί μονορούφι. Του προκάλεσε βήχα δυνατό.
Έτρεξε η Μαρία “κύριε, κύριε είστε καλά;”  Εκείνος έκανε μια καθησυχαστική κίνηση με το χέρι και είπε βραχνά “καλά είμαι, τα χάπια μου που είναι” Τα πήρε με λίγο κρασί και ύστερα συνέχισε.
-Να φάτε απ’ αυτό το γιδοτύρι είναι από τα μέρη μας. Και το κρασί από κει είναι με αριθμημένη ετικέτα. Αλαφρύ σαν πεταλούδα και με άρωμα σαν την άνοιξη και κολλάει τ’ άτιμο στον ουρανίσκο να σε διαολίζει. Απ’ της πατρίδας μας τα αιματοβαμμένα χώματα.
Η ώρα ήδη είχε περάσει. Ο Μανώλης με κάποιον υπάλληλο του σπιτιού πήγε στο ξενοδοχείο και έφερε τα πράγματα στο σπίτι. Ο γέρος επέμενε φορτικά κι αυτοί ήθελαν να μάθουν. “Αν θέλετε να τα μάθετε όλα θα ρθείτε να μείνετε εδώ” τους είπε. Αυτή στην αρχή δεν ήθελε με τίποτα αλλά στο τέλος πείστηκε από τον άντρα της και δέχτηκε αλλά απρόθυμα. Τους πέρασαν σ’ ένα δωμάτιο στον επάνω όροφο με θέα προς την μεριά της θάλασσας. Το κρασί και το ψιλοτσίμπιμα που έκαναν τους έκοψε την όρεξη. Κάποια στιγμή η υπηρέτρια τους ειδοποίησε πως μπορούσαν να κατέβουν γιατί είχαν έρθει τα παιδιά του κυρίου Κωστή.
- Ρε συ Μανώλη νιώθω πολύ άβολα. Μήπως έπρεπε να τα μαζέψουμε και να φύγουμε; Νομίζω πως ταρακουνάμε πολύ τα νερά και ύστερα θα παλεύουμε να βρούμε απάγγειο μέρος. Καμιά φορά η κότα σκαλίζει σκαλίζει και τέλος βγάζει τα… μάτια της, είπε η γυναίκα.
Εκείνος μπροστά στην μπαλκονόπορτα  στεκόταν όρθιος σαν υπνωτισμένος και ούτε που φάνηκε να ακούει. Πέρασε το βλέμμα του μακριά στην θάλασσα και άφησε  το μυαλό του να τρέχει όπου τούβγαινε χωρίς καμιά συγκεκριμένη εικόνα. Ξαφνικά σαν μπίλια ρουλέτας έκατσε πάνω σε μια σκέψη που τούρθε  με το Κωστή. Τι σχέση είχε η φωτογραφία και τα σκαλοπάτια με τα σκαλοπάτια για το σπίτι του. Πριν τα κάνει ο δήμος αυτά τα σκαλιά αναγκαζόντουσαν να κάνουν μεγάλο κύκλο για το σπίτι. Ιδιαίτερα η γυναίκα του που είχε τα προβλήματά της με τα πόδια της. Διάολε αναρωτιόταν, εντάξει το πάλεψε το έργο αλλά ποτέ δεν πίστεψε πως αυτός τους έπεισε να κάνουν εκεί στον Δήμο τέτοια δαπάνη, και τώρα πάλι αναρωτιέται με μια δόση υποψίας για το ίδιο πράγμα. Όμως που θα πήγαινε. Θα μάθαινε!
Φάνηκαν μέσα στην νύχτα κάποια φώτα στην σειρά και υπέθεσε πως θάταν τίποτα γκιργκίρια. Μπροστά το καϊκι και πίσω η σαντάλα με τις βαρκούλες στην σειρά φωτισμένες από τις λάμπες. Πιο κάτω στο βάθος το θαλασσινό νυχτερινό κάδρο έκλεινε με τα φώτα κάποιου μεγάλου πλοίου. Πόσο θάθελε να βρίσκεται μέσα και να ταξιδεύει για μακρινά λιμάνια σαν αυτό του Portside. Τάκουγε από κάποιον ναυτικό γείτονα που χώνονταν στο μαγαζί του και περνούσε μαζί του ώρες διηγήσεων για την πάλη με την σαγηνεύτρα θάλασσα και τ’ απάγγεια μεγάλα λιμάνια με τα μπαράκια τους και τις ξωτικές νεράιδες της πληρωμένης συντροφιάς. Κι αυτουνού το μυαλό τα ομόρφυνε και τάντυνε με ότι λαχταρούσε η ψυχούλα του, με ότι είχε στερηθεί. Ακόμη και με εικόνες από τα Εικονογραφημένα Κλασσικά που μικρός εκστασιασμένος διάβαζε για κουρσάρους, νήσους των θησαυρών και παραμύθια στην Καραϊβική. Ύστερα έπαιρνε βαθιά ανάσα και γέμιζε τα ρουθούνια του με την άγια μυρουδιά του ξύλου. Άνοιγε τα μάτια του και ημέρευε στην πραγματικότητα του ξυλουργείου.
Γύρισε με κόκκινα από την συγκίνηση μάτια και έγνεψε στην γυναίκα του να κατέβουν κάτω. Πως μπορούσε να ξεφύγει από τα αχόρταγα και γρήγορα μάτια της αυτή η συγκίνηση του Μανώλη. Όποτε στέκονταν μπροστά στην θάλασσα το ίδιο θυσιαστήριο γινόταν. Καμιά φορά έβγαιναν και δάκρυα και ίσως και κάποιος πνιχτός λυγμός.
-Άντε ρε Μανώλη. Πάλι τα ίδια; Αμάν πια αυτή σου η εμμονή με την θάλασσα.
-Που να ξέρω βρε καμάρι μου, θαρρείς και έρχεται από μια άλλη ζωή που μήτε ξέρω μα μήτε και ενθυμούμαι. Πέρασμα ήταν. Άστο και πάμε κάτω θα μας περιμένουν.
Κατέβηκαν από την φαρδιά και ομαλή ξύλινη σκάλα αποφεύγοντας το ασανσέρ που χρησιμοποιούνταν περισσότερο από τον ιδιοκτήτη και έφτασαν στο σαλόνι. Τους περίμενε όλη η οικογένεια. Πρώτος έτρεξε ο Γιώργης μ’ εκείνο το πρόσχαρο χαμόγελο που τον πρωτοείδαν. Τους έσφιξε το χέρι, αυτή την φορά χωρίς επιτήδευση. Ύστερα τους παρουσίασε την γυναίκα του και τα δυό τους παιδιά. Υποδειγματική Ελληνική οικογένεια, τουλάχιστον έτσι έδειχναν. Ο Νικόλας, ο άλλος αδερφός, τους χαιρέτισε πιο ψυχρά αλλά ευγενικά. Τους σύστησε την γυναίκα του και κάθισε κοντά στον πατέρα του.
Κάπως αταίριαστη η συντροφιά δεν είχε θέματα για να μαζέψει το ενδιαφέρον της συνάντησης. Έτσι μετά τα τυπικά και κάποιες αναφορές σχετικά με τον καιρό και τον τουρισμό ήρθε σαν μονόδρομος  ο λόγος της επίσκεψης.
-Ά όχι άλλο σήμερα γι αυτό το θέμα. Η συγκίνηση ξεπέρασε το επιτρεπτό όριο που μου έβαλε ο γιατρός. Αύριο πάλι, είπε ο γέρος και τους χαμογέλασε. Πρώτα πρώτα θέλω να μου μιλήσετε για την πατρίδα μας. Και στράφηκε στα εγγόνια του. Ελάτε στον παππού να μάθετε που γεννήθηκε και τι έκανε εκεί πάνω.
Εκείνα δέκα και δώδεκα χρονών αντίστοιχα αγόρι και κορίτσι έτρεξαν και κάθισαν κοντά στον παππού δίπλα από την κουνιστή του πολυθρόνα.
-Τι θα πιείτε; Είπε ο Γιώργης. Να σας βάλω κανένα ουϊσκάκι;
Ο Μανώλης κοίταξε την γυναίκα του.
-Όχι, λίγο άσπρο κρασί μόνον. Το ίδιο και η γυναίκα μου.
-Λοιπόν Μανώλη άρχισε ο γέρος, τάχτηκα να προσκυνήσω εκεί τα άγια χώματα που πάτησα νέος, αν και δεν το βλέπω σ’ αυτή την ηλικία και με τα προβλήματα που έχω. Γι αυτό θέλω να κάμεις κάτι για μένα μόλις γυρίσεις.
-Μα πατέρα, τον έκοψε ο Γιώργης, αυτό το συζητήσαμε. Θα πάμε μαζί μόλις δώσει την άδεια ο γιατρός.
-Μάλλον Γιώργη θα χρειαστούμε άδεια από τον Άγιο Πέτρο.
Έκαναν όλοι τον σταυρό του και χτύπησαν ξύλο. Ο Μανώλης κοίταζε επίμονα την γυναίκα του. Αυτό το ύφος που είχε μπορούσε να το ερμηνεύσει. Όταν έπαιρνε μια απόφαση δεν της το ξεφόρτωνες από πάνω της ούτε με σφαίρες. Κουσούρι οικογενειακό. Και η απόφασή της ήταν να φύγουν την επομένη. Τον έκανε νόημα με την ματιά της και άφησε το ποτήρι στο μικρό κομό πίσω της.
-Κύριε Κώστα έχω πονοκέφαλο και δεν αισθάνομαι καλά. Θα ήθελα να πάω για ύπνο αν δεν σας πειράζει.
Ύστερα τον χαιρέτησε, παρά τις ενστάσεις του, είπε ένα χάρηκα σ’ όλους και έφυγε προς τις σκάλες ακολουθούμενη από τον άντρα της. Μόλις έκλεισε πίσω τους η πόρτα ξέσπασε σε κλάματα και κάθισε στην άκρη του κρεβατιού. Την πήρε αγκαλιά ο Μανώλης και την χάιδεψε απαλά στον ώμο.
-Βρε καρδούλα μου τι σ’ έπιασε; Εσύ ήθελες να τα περάσεις όλα αυτά. Με έφερες τόσο δρόμο και τώρα δεν καταλαβαίνω γιατί θέλεις να φύγεις. Αν είναι δυνατόν και τώρα, ή όχι;
-Δεν ξέρω βρε Μανώλη αλλά αυτός γιατί γύρισε ζωντανός και με λεφτά και ο πατέρας μου άφησε την ψυχούλα του και την οικογένειάς του εκεί στα ψηλά βουνά;
-Μα θα μας πει αύριο την συνέχεια. Είναι ντροπή που αφήσαμε τα παιδιά του έτσι και φύγαμε. Αυτοί κουβαλήθηκαν για μας εδώ.
-Πάμε στην βεράντα να καθίσουμε λίγο και μην μ ‘ αφήνεις αγκάλιασέ με σ’ έχω τόση ανάγκη αυτή την στιγμή, είπε η γυναίκα και σηκώθηκαν.
Έσβησαν το φως και κάθισαν στον διπλό ψάθινο καναπέ με τις τεράστιες μαξιλάρες κουρνιασμένοι ο ένας στην αγκαλιά του άλλου και κοίταζαν πέρα την σκοτεινή θάλασσα δίχως να μιλούν. Μέσα στο σκοτάδι και την ησυχία ακούγονταν οι καρδιές τους που σιγομιλούσαν και γελούσαν μ’ εκείνο το περίεργο όσο και ζεστό τικ τακ.
Συνεχίζεται…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου