γραφει ο αρισταρχος
Σελίδα 8

Ο ήλιος ήταν ακόμη πολύ ψηλά και η ζέστη αφόρητη. Ήδη το νησί ήταν γεμάτο τουρίστες που γυρνούσαν ανέμελα δεξιά αριστερά χαζεύοντας μαγαζιά και αξιοθέατα. Και οι κάτοικοι μόλις από την μεσημεριανή σιέστα έπαιρναν το καφεδάκι τους καθισμένοι στις νοτισμένες από το πότισμα αυλές χωρίς να περνάει τίποτε αόρατο από τα μάτια τους. Η παλιά καλή Ελλάδα.
Ο δρόμος που πήραν ήταν ο ίδιος μ’ αυτόν για το ξενοδοχείο. Μπροστά πήγαινε ο κύριος Δημήτρης, έτσι τους συστήθηκε, και πίσω αυτοί. Άφησαν πίσω τους το ξενοδοχείο και έτρεχαν δίπλα στην θάλασσα για πολύ ώρα. Η ματιά της πέρασε πάνω από τα κύματα στην οριογραμμή του ορίζοντα και έφτασε μέχρι παιδιά της, τον αδερφό της, το σπίτι, την πατρίδα. Κι ύστερα αποτραβήχτηκε πάνω στον δρόμο μπροστά τους σε μια διασταύρωση. Ο Δημήτρης έβγαλε φλας δεξιά, ακολούθησαν κι αυτοί. Ό δρόμος ήταν αρκετά ίσιος χωρίς πολλές στροφές και τα τριάντα χιλιόμετρα πνιγμένα στις ελιές έφυγαν γρήγορα κάτω από τις ρόδες τους.
Εκεί στις παρυφές ενός λόφου γεμάτο με πορτοκαλιές και μανταρινιές απολάμβανε την λιακάδα μια αγροικία πανέμορφη. Διώροφη με κεραμοσκεπή και επενδεδυμένη με πέτρα στο μεγαλύτερο μέρος της. Εντυπωσιακή η είσοδος με μια τεράστια καγκελόπορτα που την άνοιξε ένας εργάτης. Δεξιά κι αριστερά είχε διασκευασμένα parking. Τους περίμενε εκεί μια κοπέλα οικιακή βοηθός. Την χαιρέτησε ευγενικά ο Δημήτρης και ξεκίνησαν όλοι μαζί με τα πόδια για το σπίτι. Μπροστά τους ανοίγονταν ένας μακρύς διάδρομος στρωμένος με Καρυστινή πέτρα και φλαμουριές στα δεξιά κι αριστερά που δεν άφηναν τον ήλιο να περνάει ούτε μια αχτίδα του. Στην μέση της διαδρομής ένα μικρό μονοπάτι 5-6 μέτρων στρωμένο κι αυτό με πέτρα και διανθισμένο με περίεργα στρόγγυλα κεραμικά οδηγούσε σε ένα μικρό φουτουριστικό κάτασπρο παρεκκλήσι με μαύρο σήμαντρο και στην είσοδό του με χρυσά κυκλικά γράμματα ”Αγία Κυριακή”.
Έκανε η γυναίκα βιαστικά τον σταυρό της και προχώρησαν προς την είσοδο του σπιτιού. Εντυπωσιακή η κυριάρχηση της πέτρας σε όλα τα διακοσμητικά. Βρύσες, παρτέρια, γλάστρες και στο βάθος ένα τεράστιο κιόσκι-ψησταριά όπου και τους οδήγησαν. Η ψησταριά έβλεπε την Νότια πλευρά προς το βουνό και μ’ ένα ζιγκ ζαγκωτό τοιχίο χώριζε από το υπόλοιπο που είχε δύο σαλονάκια. Ένα μπαμπού κι ένα fer forge με τραπέζι οβάλ και επάνω του πράσινο μάρμαρο Από πάνω του κρέμονταν δύο τεράστιες μανόλιες και στην είσοδο της κατασκευής τους υποδέχτηκε ένα όμορφο συντριβανάκι διακοσμημένο με άγαλμα του Νότου που απ’ το κανάτι του έτρεχε κελαρύζοντας νερό. Κυρίαρχο θέμα οι γλάστρες και τα καλοφροντισμένα παρτέρια φορτωμένα λουλούδια. Το γούστο και η καλαισθησία ήταν διάχυτα απλωμένα παντού και στις μικρότερες λεπτομέρειες. Ένας παράδεισος σαράντα τετραγωνικών.
Εκεί τους οδήγησε η νεαρή βοηθός και κει τον είδαν. Καθόταν σε μια πολυθρόνα μ’ ένα μαύρο μπαστούνι ανάμεσα στα πόδια του κι ένα ψαθάκι στο κεφάλι. Σκελετωμένο πρόσωπο με αφύσικα μεγάλο μουστάκι και δυό μικρά μάτια χαμένα βαθιά στις κόγχες τους που σ’ έκαναν μάλλον να τα μαντεύεις. Έκανε αρκετή προσπάθεια να σηκωθεί κι έδιωξε δυό φορές την οικιακή βοηθό που έτρεξε να τον βοηθήσει. Τελικά κατάφερε να στήσει το ισχνό του σώμα σε όρθια κατάσταση. Φορούσε καφέ κουστούμι και σταυρωτό σακάκι με άσπρο μαντηλάκι. Θύμιζε γκραβούρα της δεκαετίας πενήντα. Αλλά όπως και να το κάνουμε έδινε την εντύπωση τύπου bon viveur.
-Σεις είστε η έκπληξη του Δημήτρη; Ρώτησε με μια ψιλή ξεψυχισμένη φωνή και ταυτόχρονα τους έτεινε το χέρι.
Τον χαιρέτησαν ευγενικά με χαμόγελο πιάνοντας το στεγνό απλωμένο χέρι τόσο απαλά θαρρείς και ήταν κρυστάλλινο.
-Είστε ο κύριος Αλέξανδρος, έτσι δεν είναι; Ρώτησε ο Μανώλης με την βαριά του προφορά.
Χαμογέλασε αυτός και είπε.
-Βλέπω τα Ελληνικά τα μάθαμε στο ίδιο σχολείο. Μόνο που εγώ τάμαθα πολύ πριν από εσάς. Πως αλήθεια σας λένε; Κι αυτή η ωραία κυρία πρέπει να είναι η σύζυγος, έ;
Ύστερα από κάποιες ανταλλαγές φιλοφρονημάτων περί τα συμπατριωτικά αποφάσισε η γυναίκα να προχωρήσει στα βαθιά. Άλλωστε γι αυτό ήρθε τόσο δρόμο, τόσες μέρες, τόσα έξοδα, τόση αγωνία. Έτσι πήρε βαθιά ανάσα και ξεκίνησε .
-Ξέρετε κύριε Αλέξανδρε ποια είμαι εγώ; Το πατρικό μου επώνυμο είναι Α…
Δεν απόσωσε την κουβέντα της. Ο Αλέξανδρος της έκανε μια κίνηση με το χέρι για να σταματήσει. Ύστερα πέταξε ένα γρήγορο “ξέρω, ξέρω ποια είσαι και πως σε λένε” και γύρισε προς την οικιακή του βοηθό. “Μαρία φέρε κάτι να τσιμπήσουμε και κανένα ποτό στον …Μανώλη είπαμε; Τι φυλή είσαι ρε Μανώλη;” Και μην περιμένοντας απάντηση φώναξε με την ισχνή του φωνή “Μαρία φέρε κι εκείνη την φωτογραφία πάνω στο γραφείο. Ξέρεις ποιά. Ύστερα χαμηλώνοντας πάλι την φωνή του συνέχισε. Εγώ κοντεύω τα ενενήντα και θέλω ζεστούλα αλλά εσείς αν δεν μπορείτε πάμε μέσα που έχει κλιματιστικό” και γυρίζοντας στον φίλο του συνέχισε “Δημήτρη θα μείνεις;” Εκείνος σηκώθηκε τούπιασε το χέρι με ένα χαμογελαστό “όχι”. Έσφιξε ύστερα το χέρι του Μανώλη και της γυναίκας του μ’ ένα “χάρηκα τα λέμε” κι έφυγε.
Η Μαρία έφερε ένα κάδρο με μια φωτογραφία μέσα του και τόδωσε στον γέρο. Εκείνος την κοίταξε αμίλητος αρκετή ώρα, ύστερα κοίταξε σοβαρά κατευθείαν στα μάτια της γυναίκας και είπε αργά αργά.
-Είσαι η κόρη του Άκη. Η μικρή του κορούλα. Εκείνο με τις ξανθιές μπούκλες. Την φωτογραφία σου την κουβαλούσε πάντα επάνω του και μου την έδειχνε με τα μάτια του βουρκωμένα από την συγκίνηση. Σ’ αγαπούσε πάρα πολύ, σε λάτρευε. Είσαι ολόιδια με κείνον. Από την πρώτη στιγμή που σε είδα σε κατάλαβα ποια είσαι. Ύστερα άπλωσε την φωτογραφία προς το μέρος της και πρόσθεσε. Δες τον πατέρα σου …
Συνεχίζεται …
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου