Χριστούγεννα 1944: ο Λαός της Λέσβου γράφει τη δική του ιστορία, «GO BACK»
απο λεσβος
Ιστορικό πλαίσιο Δεκέμβρης του '44. Ένοπλες συγκρούσεις στην Αθήνα το Δεκέμβριο 1944 - Ιανουάριο 1945, ανάμεσα στις δυνάμεις αριστερών οργανώσεων (ΕΑΜ-ΕΛΑΣ-ΚΚΕ) και τις Βρετανικές και Κυβερνητικές δυνάμεις που ανήκαν στο υπόλοιπο πολιτικό φάσμα, από την σοσιαλδημοκρατία (όπως ο πρωθυπουργός Γεώργιος Παπανδρέου ηγέτης του «Δημοκρατικού Σοσιαλιστικού Κόμματος») έως τα τάγματα ασφαλείας. Η έναρξή τους, στις 3 Δεκεμβρίου του 1944, σηματοδοτείται από τους πυροβολισμούς των Κυβερνητικών και Αγγλικών δυνάμεων μπροστά στο μνημείο του άγνωστου στρατιώτη ενάντια στη διαδήλωση του ΕΑΜ που είχε οργανωθεί ως απάντηση στο τελεσίγραφο της κυβερνησης εθνικής ενώσεως (1-12-1944) για τον αφοπλισμό όλων των αντάρτικων ομάδων, με αποτέλεσμα το θάνατο 28 διαδηλωτών και τον τραυματισμό άλλων 148. Παράλληλα ο στρατηγός Σκόμπυ προέβη σε διάγγελμα. Και όλη η Ελλάδα με κομμένη ανάσα παρακολουθεί τις δραματικές εξελίξεις,την ίδια στιγμή, παραμονή Χριστουγέννων, 24-27 Δεκέμβρη του '44, ο Λαός της Λέσβου γράφει τη δική του εποποιία αποκρούοντας μια άλλη επιχείρηση του αγγλικού ιμπεριαλισμού να βάλει πόδι στο ηρωικό νησί στέλνοντας τον αυτοκρατορικό αποικιακό στρατό των «μαύρων» των Ινδών. Το νησί της Λέσβου, όταν άρχισαν τα Δεκεμβριανά στην Αθήνα, από όλα τα νησιά, ήταν το μόνο που βρισκόταν με ΕΑΜική Αυτοδιοίκηση, με ΕΛΑΣ και Εθνική Πολιτοφυλακή. Κι ακόμα με λαϊκά δικαστήρια σε λειτουργία και με το 85% του πληθυσμού της οργανωμένο στις ΕΑΜικές Οργανώσεις. Κι αυτό, δεν μπορούσε να γίνει ανεκτό, προφανώς, από τους Άγγλους και την "σοσιαλδημοκρατία", αλλά και τους αντιδραστικούς που είχαν συσπειρωθεί υπό τον Γ. Παπανδρέου και μεθόδευαν την καθυπόταξη του ελληνικού λαού.
Μέσα λοιπόν σ' αυτές τις συνθήκες οι Αγγλοι μεθόδευσαν να βάλουν πόδι στο νησί, επιχειρώντας την αποβίβαση των μαύρων Ινδών που έφεραν με τον αυτοκρατορικό τους στόλο. Εκεί και τότε, λοιπόν, ο λαός της Λέσβου έγραψε μια μεγάλη εποποιία, μια εποποιία, 24-27 Δεκέμβρη '44. Είναι ακριβώς αυτό το τετραήμερο που σύσσωμος ο λαός της Λέσβου με την καθοδήγηση του ΕΑΜ -ΕΛΑΣ ξεσηκώθηκε αναγκάζοντας τα αγγλικά στρατεύματα να φύγουν όπως ήρθαν χωρίς να πατήσουν πόδι στο ηρωικό νησί. Σ' αυτό τον ξεσηκωμό είναι που έμεινε γνωστό στην ιστορία το ανάθεμα του λαού με την έκφραση «GO BACK» προς τα ιμπεριαλιστικά στρατεύματα.
ΠΩΣ ΕΓΙΝΑΝ ΤΑ ΠΡΑΜΑΤΑ
Κυριακή, παραμονή Χριστούγενα του 1944. Στις εφτά το πρωί, μαθεύτηκε σ' ολόκληρη την πόλη, πως απ' την αυγή άραξαν όξω απ' το λιμάνι έξι καράβια, μεταγωγικά γεμάτα μαύρους και τρία πολεμικά Εγγλέζικα. Στα μπλόκια είχαν κιόλας ξεφορτώσει έξι στρατιωτικά αυτοκίνητα. Τα φύλαγαν δυό μαύροι. Στο ίδιο μέρος ήταν κι άλλα φορτηγά που από καιρό είχαν φέρει στο νησί οι Άγγλοι.
Η μέρα ήταν βαριά και κρύα. Φυσούσε δυνατός αγέρας κι ώρες ώρες έριχνε χιονόνερο. Τα χωνιά γυρίζουν στις γειτονιές και ειδοποιούν τον κόσμο. «Οι δολοφόνοι του γενναίου λαού της Αθήνας και του Πειραιά, ο Παπανδρέου κι ο Σκόμπι, θέλουν να ματοκυλίσουν και το ηρωικό νησί μας, θέλουν να φέρουν μια μαύρη τρομοκρατία για να μας υποδουλώσουν. Έξι πλοία με αραπάδες βρίσκονται στο λιμάνι της Μυτιλήνης. Νιάτα και λαέ! Εμπρός, όλοι άντρες γυναίκες και παιδιά να ζητήσουμε να φύγουν απ' το νησί μας οι μαύροι, θάνατος στο φασισμό - Λευτεριά στο λαό».
Όλοι που βρίσκονταν στην προκυμαία, τριγυρνούσαν ανήσυχοι κι όλοι αναρωτιώνταν για το τι έμελλε να γίνει. Θα βγουν; Είναι περαστικοί; Τί ζητούν από μας; Όσο ψήλωνε η μέρα, πύκνωνε κι ο κόσμος. Όσα μαγαζιά είχαν ανοίξει, έκλεισαν. Η απεργιακή Επιτροπή που από καιρό βρισκόταν σ' επιφυλακή κήρυξε γενική απεργία. Σ' όλο το νησί. Οι Ελασίτες και η Πολιτοφυλακή βρισκόταν στις θέσεις τους. Κι ο κόσμος όλο και κατέβαινε.
Στις εννιά η ώρα απ' ένα μεταγωγικό άρχισαν να κατεβαίνουν αραπάδες σε τορπιλάκατο. Με γυλιό στον ώμο και πάνοπλοι. Ετοιμαζόταν να βγουν. Τα χωνιά μπήκαν πάλι σ' ενέργεια. Έτσι μαζεύτηκε πολύς κόσμος. Τώρα όλοι τραβούσαν κατά το ταχυδρομείο, κατά κει είχε τιμόνι και η τορπιλάκατο. Αξιωματικοί του ναυτικού, και ναύτες πολέμησαν να κρατήσουν τον κόσμο στα σύρματα. Το πλήθος έσπασε τη ζώνη κι όλοι φώναζαν «πίσω, δε σας θέλουμε».
Πολλές γυναίκες έπεσαν απάνω στο αποβατικό σκάφος και φώναζαν «χτυπάτε». Οι μαύροι κοιτούσαν με απορία τον κόσμο που με κανένα τρόπο δεν τους αφήνε να πατήσουν πόδι στη γη. Ο κόσμος κατεβαίνει, όλο κατεβαίνει. Οι μπούκες των πολυβόλων είναι γυρισμένες κατά πάνω του. Δε δείλιασε κανένας. Γυναίκες βγάζουν τα τσόκαρα και τα σηκώνουν καταπάνω στους μαύρους που σαστισμένοι συμαζεύουνται μέσα στην τορπιλάκατο. Το πλήθος την αβαρέρνει με αμέτρητα χέρια.
Η απόβαση δε μπορούσε να γίνει εκεί. Η τορπιλάκατο έκανε πίσω κι έβαλε τιμόνι ολοταχώς κατά τα μπλόκια. Όλοι τρέχουν κατά κει.
Φτάνουν πάνω στην ώρα. Ένας ναύτης προσπαθεί να ρίξει κάβο, τον περνούν και τον πετούν στη θάλασσα. Μια, δυο, τρεις φορές. 'Έβλεπες γυναίκες να ζητούν να τον κόψουν με τα δόντια. Μια στιγμή κατάφεραν να δέσουν. Κάποιος έκοψε το σκοινί με μαχαίρι. Κι' όλο το πλήθος φώναζε «πίσω, πίσω, δε σας θέλουμε». Ένας ναύτης πάτησε τα χέρια ενός παιδιού που 'χε κολήσει στην τορπιλάκατο. Τα χέρια δεν παράτησαν το σφίξιμο. Το παιδί πολεμά ν' ανέβει στην τορπιλάκατο να χτυπήσει τους μαύρους. Το πλήθος ουρλιάζει. Ο αγέρας πάγωνε τους ανθρώπους· η βροχή τους μούσκεβε μα δεν έφευγε κανένας. Έφυγαν οι μαύροι η τορπιλάκατο πλεύρισε το καράβι· ο στρατός μπήκε πάλι στο μεγάλο μεταγωγικό.
Εξακολουθεί να βρέχει· η προκυμαία γεμίζει κόσμο. Κατεβαίνουν από παντού. Τραγουδούν τον αντάρτικο. Στα μπλόκια οι γυναίκες κάθουνται και περιμένουν. Τις δέρνει το χιονόνερο κι η παγωμένη αλισάχνη. Ο αγέρας δυναμώνει. Ο κόσμος μαζεύει ξύλα κι ανάβει φωτιές· στήνουνται πρόχειρες σκηνές με τέντες από αυτοκίνητα.
Η επιτροπή του αγώνα που ανέβηκε στα πλοία, κάθησε τρεις ώρες. Φαίνεται πως η απάντηση του Τόρνμπουλ είναι τούτη: οι μαύροι θα βγουν ό,τι και να γίνει. Τα χωνιά ρίχνουν το σύνθημα να μη φύγει κανένας. Δεν έφυγε κανένας. Τραγουδάν τον αντάρτικο και σφίγγουν τις γροθιές. Βρέχει. Κρυώνει. Μα δεν έφυγε κανένας.
Το απόγιομα παράτησε η βροχή, μα ο αγέρας φυσούσε πιο δυνατός και κρύος. Στις τρισήμιση έφεραν, με κάρα κάστανα και μανταρίνια κι έφαγε ο κόσμος. Λίγα πράματα, ένα δύο κάστανα ο καθένας, μισό μανταρίνι. Για το φαΐ δε νιαζόταν κανείς. «Εμείς θέλουμε να φύγουν». Έτσι φώναζαν.
Λίγο πιο υστέρα, ένα μικρό σάτι έβανε πλώρη κατά το Μακρύ-γιαλό. Πολύς κόσμος έτρεξε κατά κει και δεν άφησε τους αραπάδες να βγούνε. Έμειναν εκεί πολλοί άνθρωποι να φυλάγουν βάρδια.
Τ' απόγεμα καταφτάνουν συνταγμένοι, οπλισμένοι οι Μοριανοί. Ένα σωρό άνθρωποι με σκουριασμένες χατζάρες, κασμάδες, τσεκούρια και ξύλα. Και με ψυχή. Έρχουνται οι Αγιασώτες, η αγροτιά της Γέρας, οι βασανισμένοι του Λεσβιακού κάμπου. Μέσα στη νύχτα που άρχισε να πυκνώνει γιαλίζουν παράξενα οι σπάθες, οι μαχαίρες, τα ντουφέκια. Τους καινούριους τους υποδέχουνται οι παλιοί με ζήτω, χαλασμός κυρίου. Όλη αυτή τη νύχτα την πέρασε τόσος κόσμος που έκανε ώρες ποδαρόδρομο, πάνω στην προκυμαία. Μέσα στη λάσπη και στο κρύο. Δε νοιάστηκε κανένας ούτε για φαΐ, ούτε για κρεβάτι. Άναβαν φωτιές να ζεσταθούν και τραγουδούσαν. Η προκυμαία γέμισε φλόγα και τραγούδι.
Αυτή τη νύχτα σηκώθηκαν οδοφράγματα με πέτρες, βαρέλια, αραμπάδες, κάσες και άλλα. Κάθε δρόμος και οδόφραγμα. Ο λαός αγρυπνούσε. Παντού.
Ξημέρωναν τα Χριστούγεννα κι από παντού καταφθάνουν οι αγρότες του νησιού με κασμάδες, τσεκούρια και ντουφέκια. Όλοι μαζώνονται στην προκυμαία και στα μπλόκια. Ο κόσμος δείχνει μεγάλη αποφασιστικότητα.
απο λεσβος
Μέσα λοιπόν σ' αυτές τις συνθήκες οι Αγγλοι μεθόδευσαν να βάλουν πόδι στο νησί, επιχειρώντας την αποβίβαση των μαύρων Ινδών που έφεραν με τον αυτοκρατορικό τους στόλο. Εκεί και τότε, λοιπόν, ο λαός της Λέσβου έγραψε μια μεγάλη εποποιία, μια εποποιία, 24-27 Δεκέμβρη '44. Είναι ακριβώς αυτό το τετραήμερο που σύσσωμος ο λαός της Λέσβου με την καθοδήγηση του ΕΑΜ -ΕΛΑΣ ξεσηκώθηκε αναγκάζοντας τα αγγλικά στρατεύματα να φύγουν όπως ήρθαν χωρίς να πατήσουν πόδι στο ηρωικό νησί. Σ' αυτό τον ξεσηκωμό είναι που έμεινε γνωστό στην ιστορία το ανάθεμα του λαού με την έκφραση «GO BACK» προς τα ιμπεριαλιστικά στρατεύματα.
ΠΩΣ ΕΓΙΝΑΝ ΤΑ ΠΡΑΜΑΤΑ
Κυριακή, παραμονή Χριστούγενα του 1944. Στις εφτά το πρωί, μαθεύτηκε σ' ολόκληρη την πόλη, πως απ' την αυγή άραξαν όξω απ' το λιμάνι έξι καράβια, μεταγωγικά γεμάτα μαύρους και τρία πολεμικά Εγγλέζικα. Στα μπλόκια είχαν κιόλας ξεφορτώσει έξι στρατιωτικά αυτοκίνητα. Τα φύλαγαν δυό μαύροι. Στο ίδιο μέρος ήταν κι άλλα φορτηγά που από καιρό είχαν φέρει στο νησί οι Άγγλοι.
Η μέρα ήταν βαριά και κρύα. Φυσούσε δυνατός αγέρας κι ώρες ώρες έριχνε χιονόνερο. Τα χωνιά γυρίζουν στις γειτονιές και ειδοποιούν τον κόσμο. «Οι δολοφόνοι του γενναίου λαού της Αθήνας και του Πειραιά, ο Παπανδρέου κι ο Σκόμπι, θέλουν να ματοκυλίσουν και το ηρωικό νησί μας, θέλουν να φέρουν μια μαύρη τρομοκρατία για να μας υποδουλώσουν. Έξι πλοία με αραπάδες βρίσκονται στο λιμάνι της Μυτιλήνης. Νιάτα και λαέ! Εμπρός, όλοι άντρες γυναίκες και παιδιά να ζητήσουμε να φύγουν απ' το νησί μας οι μαύροι, θάνατος στο φασισμό - Λευτεριά στο λαό».
Όλοι που βρίσκονταν στην προκυμαία, τριγυρνούσαν ανήσυχοι κι όλοι αναρωτιώνταν για το τι έμελλε να γίνει. Θα βγουν; Είναι περαστικοί; Τί ζητούν από μας; Όσο ψήλωνε η μέρα, πύκνωνε κι ο κόσμος. Όσα μαγαζιά είχαν ανοίξει, έκλεισαν. Η απεργιακή Επιτροπή που από καιρό βρισκόταν σ' επιφυλακή κήρυξε γενική απεργία. Σ' όλο το νησί. Οι Ελασίτες και η Πολιτοφυλακή βρισκόταν στις θέσεις τους. Κι ο κόσμος όλο και κατέβαινε.
Στις εννιά η ώρα απ' ένα μεταγωγικό άρχισαν να κατεβαίνουν αραπάδες σε τορπιλάκατο. Με γυλιό στον ώμο και πάνοπλοι. Ετοιμαζόταν να βγουν. Τα χωνιά μπήκαν πάλι σ' ενέργεια. Έτσι μαζεύτηκε πολύς κόσμος. Τώρα όλοι τραβούσαν κατά το ταχυδρομείο, κατά κει είχε τιμόνι και η τορπιλάκατο. Αξιωματικοί του ναυτικού, και ναύτες πολέμησαν να κρατήσουν τον κόσμο στα σύρματα. Το πλήθος έσπασε τη ζώνη κι όλοι φώναζαν «πίσω, δε σας θέλουμε».
Πολλές γυναίκες έπεσαν απάνω στο αποβατικό σκάφος και φώναζαν «χτυπάτε». Οι μαύροι κοιτούσαν με απορία τον κόσμο που με κανένα τρόπο δεν τους αφήνε να πατήσουν πόδι στη γη. Ο κόσμος κατεβαίνει, όλο κατεβαίνει. Οι μπούκες των πολυβόλων είναι γυρισμένες κατά πάνω του. Δε δείλιασε κανένας. Γυναίκες βγάζουν τα τσόκαρα και τα σηκώνουν καταπάνω στους μαύρους που σαστισμένοι συμαζεύουνται μέσα στην τορπιλάκατο. Το πλήθος την αβαρέρνει με αμέτρητα χέρια.
Η απόβαση δε μπορούσε να γίνει εκεί. Η τορπιλάκατο έκανε πίσω κι έβαλε τιμόνι ολοταχώς κατά τα μπλόκια. Όλοι τρέχουν κατά κει.
Φτάνουν πάνω στην ώρα. Ένας ναύτης προσπαθεί να ρίξει κάβο, τον περνούν και τον πετούν στη θάλασσα. Μια, δυο, τρεις φορές. 'Έβλεπες γυναίκες να ζητούν να τον κόψουν με τα δόντια. Μια στιγμή κατάφεραν να δέσουν. Κάποιος έκοψε το σκοινί με μαχαίρι. Κι' όλο το πλήθος φώναζε «πίσω, πίσω, δε σας θέλουμε». Ένας ναύτης πάτησε τα χέρια ενός παιδιού που 'χε κολήσει στην τορπιλάκατο. Τα χέρια δεν παράτησαν το σφίξιμο. Το παιδί πολεμά ν' ανέβει στην τορπιλάκατο να χτυπήσει τους μαύρους. Το πλήθος ουρλιάζει. Ο αγέρας πάγωνε τους ανθρώπους· η βροχή τους μούσκεβε μα δεν έφευγε κανένας. Έφυγαν οι μαύροι η τορπιλάκατο πλεύρισε το καράβι· ο στρατός μπήκε πάλι στο μεγάλο μεταγωγικό.
Η επιτροπή του αγώνα που ανέβηκε στα πλοία, κάθησε τρεις ώρες. Φαίνεται πως η απάντηση του Τόρνμπουλ είναι τούτη: οι μαύροι θα βγουν ό,τι και να γίνει. Τα χωνιά ρίχνουν το σύνθημα να μη φύγει κανένας. Δεν έφυγε κανένας. Τραγουδάν τον αντάρτικο και σφίγγουν τις γροθιές. Βρέχει. Κρυώνει. Μα δεν έφυγε κανένας.
Το απόγιομα παράτησε η βροχή, μα ο αγέρας φυσούσε πιο δυνατός και κρύος. Στις τρισήμιση έφεραν, με κάρα κάστανα και μανταρίνια κι έφαγε ο κόσμος. Λίγα πράματα, ένα δύο κάστανα ο καθένας, μισό μανταρίνι. Για το φαΐ δε νιαζόταν κανείς. «Εμείς θέλουμε να φύγουν». Έτσι φώναζαν.
Λίγο πιο υστέρα, ένα μικρό σάτι έβανε πλώρη κατά το Μακρύ-γιαλό. Πολύς κόσμος έτρεξε κατά κει και δεν άφησε τους αραπάδες να βγούνε. Έμειναν εκεί πολλοί άνθρωποι να φυλάγουν βάρδια.
Τ' απόγεμα καταφτάνουν συνταγμένοι, οπλισμένοι οι Μοριανοί. Ένα σωρό άνθρωποι με σκουριασμένες χατζάρες, κασμάδες, τσεκούρια και ξύλα. Και με ψυχή. Έρχουνται οι Αγιασώτες, η αγροτιά της Γέρας, οι βασανισμένοι του Λεσβιακού κάμπου. Μέσα στη νύχτα που άρχισε να πυκνώνει γιαλίζουν παράξενα οι σπάθες, οι μαχαίρες, τα ντουφέκια. Τους καινούριους τους υποδέχουνται οι παλιοί με ζήτω, χαλασμός κυρίου. Όλη αυτή τη νύχτα την πέρασε τόσος κόσμος που έκανε ώρες ποδαρόδρομο, πάνω στην προκυμαία. Μέσα στη λάσπη και στο κρύο. Δε νοιάστηκε κανένας ούτε για φαΐ, ούτε για κρεβάτι. Άναβαν φωτιές να ζεσταθούν και τραγουδούσαν. Η προκυμαία γέμισε φλόγα και τραγούδι.
Αυτή τη νύχτα σηκώθηκαν οδοφράγματα με πέτρες, βαρέλια, αραμπάδες, κάσες και άλλα. Κάθε δρόμος και οδόφραγμα. Ο λαός αγρυπνούσε. Παντού.
Ξημέρωναν τα Χριστούγεννα κι από παντού καταφθάνουν οι αγρότες του νησιού με κασμάδες, τσεκούρια και ντουφέκια. Όλοι μαζώνονται στην προκυμαία και στα μπλόκια. Ο κόσμος δείχνει μεγάλη αποφασιστικότητα.
Απ' την αυγή άρχισαν πάλι τα χωνιά τη δουλιά τους «Όλοι στα μπλόκια. Όλοι στο πόδι». Άρχισαν να χτυπούν και καμπάνες. Όλοι περιμένουν. Ο καθένας πηγαίνει στη θέση του.
Όλη τη μέρα η πόλη ήταν έρημη. Η μέρα πέρασε με πολύ νευριασμό. Το κρύο τρυπούσε κόκαλο, ο κόσμος δίχως ρούχο, ξυπόλυτος, μισοχορτάτος, νηστικός, είναι αποφασισμένος για όλα.
Αργά το βράδυ, ήταν εφτά η ώρα, το μεγάλο πολεμικό ανέβασε σήμα μάχης. Τα μεταγωγικά ανάβουν τα φώτα τους οι μαύροι ετοιμάζουνται πάλι να μπαρκάρουν· χτυπούν καμπάνες, παίζουνε σάλπιγγες, αντηχούν τα χωνιά. Χαλά ο κόσμος. Το πλήθος τρέχει στα μπλόκια με αλαλαγμούς. Με γυμνομένα σπαθιά κι ορθά πελέκια. Μπροστά στην αποφασιστική στάση που κρατά ο λαός οι μαύροι κάνουν πίσω. Τα φώτα έσβυσαν και το πλήθος καταλάγιασε.
Φυσά, βρέχει, κρύο και λάσπη. Οι κουρασμένοι ζητούν απάνεμο μέρος να ζεσταθούν λίγο, να γύρουν. Πολλοί βολεύονται σε κοντινά σπίτια, σε κέντρα της προκυμαίας. Κείνη τη βραδιά κάπου στην προκυμαία, κεφαλοδεμένες αγρότισες χορεύουν γύρω απ' τη φωτιά το χορό του Ζαλόγγου «Έχετε γειά βρυσούλες...».
Κοντεύουν μεσάνυχτα. Χωνιά, σάλπιγγες και καμπάνες. Οι μαύροι αρχίζουν στα πλοία μανούβρες. Μα δεν είναι τίποτα. Ο λαός αγρυπνά παντού. Την αυγή στις πέντε πάλι τα ίδια.
Την άλλη μέρα και στις 27 οι μαύροι δεν έδειξαν καμιά διάθεση για απόβαση. Στις 28 το φορτηγό που ήταν πλευρισμένο στο εξωτερικό λιμάνι, βγήκε έξω στ' ανοιχτά. Άλλο ένα φορτηγό κι ένα αντιτορπιλικό έφυγαν. Την άλλη μέρα κατά το βράδυ έφυγαν κι άλλα καράβια. Απόμεινε ένα μονάχα φορτηγό κι ένα πολεμικό. Μαθεύτηκε πως ήρθανε στην Αθήνα ο πρωθυπουργός της Αγγλίας Τσώρτσιλ κι ο Ήντεν. Ο Ταξίαρχος περίμενε κι αυτός το τι θα γινόταν στην Αθήνα. Οι μέρες και οι νύχτες πέρασαν ήσυχες. Απ' την προκυμαία όμως δεν έφυγε κανένας. Όλοι έμειναν στις θέσεις τους. Μέρα και νύχτα.
Στις τέσσερις αυτές μέρες έγιναν πολλές διαδηλώσεις κι ο λαός ενέκρινε διάφορα ψηφίσματα. Στις 27 ο λαός απαίτησε να φύγει ο Νομάρχης. Ο κ. Κόντης όλες αυτές τις μέρες στάθηκε ξένος στον πόνο του λαού. Απ' τις 27 του μήνα, μέρα Τετάρτη πήγε στη Νομαρχία το παλιό νομαρχιακό συμβούλιο.
Στις 28 ανακοινώθηκε επίσημα πως οι μαύροι δε θα πατούσαν πόδι στο νησί. Την είδηση τη δέχτηκε ο κόσμος με χαρά. Όλοι μαζεύτηκαν στο Δημαρχείο. Μίλησαν στο λαό: ο Γώγος, ο Αποστόλου, ο Φριλλίγος, ο Πιταούλης κι ο Χατζηπαυλής.
Την ίδια μέρα το μεσημέρι έγινε παρέλαση. Μπροστά η Ε.Α., υστέρα ο ΕΛΑΣ, η Πολιτοφυλακή, ο Εφεδρικός ΕΛΑΣ. Απ' τα ζήτω χαλά ο κόσμος! Ραίνουν τους αντάρτες με λουλούδια. Πετούν καπέλα στον αέρα, φωνάζει ο κόσμος ζήτω και πάλι ξαναρχής. Όλη η μέρα πέρασε με χαρά και με τραγούδια. Ο λαός γιόρταζε τη νίκη του.
Ο τύπος
Η «Ελεύθερη Λέσβος» κυκλοφόρησε σε 2 έκτακτες εκδόσεις με τα συνθήματα «Όλοι στα οδοφράγματα!» «Να φύγουν οι μαύροι!» «Υπερασπίστε τη λεφτεριά σας!» Στις 26/12/44 γιόρταζε κι όλας τη νίκη. Με τα συνθήματα «Go back!» «Ισχυρότερο το δίκιο του λαού!» και «Ο λαός πέρνει νέα δύναμη απ' τη νίκη του» και έδινε την είδηση πως ο Άγγλος πρωθυπουργός και υπουργός των εξωτερικών ήρθαν στην Αθήνα. Η «Αγροτική» στις 27/12/44 εφώναζε «Ζήτω ο αδάμαστος λεσβιακός λαός!» στις 28 ο «Αντιφασίστας» ετόνιζε τη συμβολή της Νέας Γενιάς στον αγώνα του λαού της Λέσβου.
Όλη τη μέρα η πόλη ήταν έρημη. Η μέρα πέρασε με πολύ νευριασμό. Το κρύο τρυπούσε κόκαλο, ο κόσμος δίχως ρούχο, ξυπόλυτος, μισοχορτάτος, νηστικός, είναι αποφασισμένος για όλα.
Αργά το βράδυ, ήταν εφτά η ώρα, το μεγάλο πολεμικό ανέβασε σήμα μάχης. Τα μεταγωγικά ανάβουν τα φώτα τους οι μαύροι ετοιμάζουνται πάλι να μπαρκάρουν· χτυπούν καμπάνες, παίζουνε σάλπιγγες, αντηχούν τα χωνιά. Χαλά ο κόσμος. Το πλήθος τρέχει στα μπλόκια με αλαλαγμούς. Με γυμνομένα σπαθιά κι ορθά πελέκια. Μπροστά στην αποφασιστική στάση που κρατά ο λαός οι μαύροι κάνουν πίσω. Τα φώτα έσβυσαν και το πλήθος καταλάγιασε.
Φυσά, βρέχει, κρύο και λάσπη. Οι κουρασμένοι ζητούν απάνεμο μέρος να ζεσταθούν λίγο, να γύρουν. Πολλοί βολεύονται σε κοντινά σπίτια, σε κέντρα της προκυμαίας. Κείνη τη βραδιά κάπου στην προκυμαία, κεφαλοδεμένες αγρότισες χορεύουν γύρω απ' τη φωτιά το χορό του Ζαλόγγου «Έχετε γειά βρυσούλες...».
Κοντεύουν μεσάνυχτα. Χωνιά, σάλπιγγες και καμπάνες. Οι μαύροι αρχίζουν στα πλοία μανούβρες. Μα δεν είναι τίποτα. Ο λαός αγρυπνά παντού. Την αυγή στις πέντε πάλι τα ίδια.
Την άλλη μέρα και στις 27 οι μαύροι δεν έδειξαν καμιά διάθεση για απόβαση. Στις 28 το φορτηγό που ήταν πλευρισμένο στο εξωτερικό λιμάνι, βγήκε έξω στ' ανοιχτά. Άλλο ένα φορτηγό κι ένα αντιτορπιλικό έφυγαν. Την άλλη μέρα κατά το βράδυ έφυγαν κι άλλα καράβια. Απόμεινε ένα μονάχα φορτηγό κι ένα πολεμικό. Μαθεύτηκε πως ήρθανε στην Αθήνα ο πρωθυπουργός της Αγγλίας Τσώρτσιλ κι ο Ήντεν. Ο Ταξίαρχος περίμενε κι αυτός το τι θα γινόταν στην Αθήνα. Οι μέρες και οι νύχτες πέρασαν ήσυχες. Απ' την προκυμαία όμως δεν έφυγε κανένας. Όλοι έμειναν στις θέσεις τους. Μέρα και νύχτα.
Στις τέσσερις αυτές μέρες έγιναν πολλές διαδηλώσεις κι ο λαός ενέκρινε διάφορα ψηφίσματα. Στις 27 ο λαός απαίτησε να φύγει ο Νομάρχης. Ο κ. Κόντης όλες αυτές τις μέρες στάθηκε ξένος στον πόνο του λαού. Απ' τις 27 του μήνα, μέρα Τετάρτη πήγε στη Νομαρχία το παλιό νομαρχιακό συμβούλιο.
Στις 28 ανακοινώθηκε επίσημα πως οι μαύροι δε θα πατούσαν πόδι στο νησί. Την είδηση τη δέχτηκε ο κόσμος με χαρά. Όλοι μαζεύτηκαν στο Δημαρχείο. Μίλησαν στο λαό: ο Γώγος, ο Αποστόλου, ο Φριλλίγος, ο Πιταούλης κι ο Χατζηπαυλής.
Την ίδια μέρα το μεσημέρι έγινε παρέλαση. Μπροστά η Ε.Α., υστέρα ο ΕΛΑΣ, η Πολιτοφυλακή, ο Εφεδρικός ΕΛΑΣ. Απ' τα ζήτω χαλά ο κόσμος! Ραίνουν τους αντάρτες με λουλούδια. Πετούν καπέλα στον αέρα, φωνάζει ο κόσμος ζήτω και πάλι ξαναρχής. Όλη η μέρα πέρασε με χαρά και με τραγούδια. Ο λαός γιόρταζε τη νίκη του.
Η «Ελεύθερη Λέσβος» κυκλοφόρησε σε 2 έκτακτες εκδόσεις με τα συνθήματα «Όλοι στα οδοφράγματα!» «Να φύγουν οι μαύροι!» «Υπερασπίστε τη λεφτεριά σας!» Στις 26/12/44 γιόρταζε κι όλας τη νίκη. Με τα συνθήματα «Go back!» «Ισχυρότερο το δίκιο του λαού!» και «Ο λαός πέρνει νέα δύναμη απ' τη νίκη του» και έδινε την είδηση πως ο Άγγλος πρωθυπουργός και υπουργός των εξωτερικών ήρθαν στην Αθήνα. Η «Αγροτική» στις 27/12/44 εφώναζε «Ζήτω ο αδάμαστος λεσβιακός λαός!» στις 28 ο «Αντιφασίστας» ετόνιζε τη συμβολή της Νέας Γενιάς στον αγώνα του λαού της Λέσβου.
Δείτε βίντεο συνοπτική αφήγηση των γεγονότων
Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΣΗΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΝΙΚΗΣ
«Μονάχα έτσι θα πάψουν τα σήμερα “θέλουμε” και άβριο “δε θέλουμε”». Μ' αυτά τα λόγια, λένε, πως εξηγούσε στους απλούς ναύτες ένας προϊστάμενός τους ανώτερος, όταν ήρθαν τα καράβια του Turnbull και ο κόσμος δεν ήξερε ακόμα καλά, αν θα γινόταν απόβαση ή όχι.
Αυτή η εξήγηση κλείνει μέσα της ολόκληρη την πολιτική σημασία που είχε η απόβαση. Δεν είχε σκοπό να κάνει στρατιωτική κατοχή το νησί ο Άγγλος Ταξίαρχος. Ερχόταν σα «φίλος» και «σύμμαχος» και γι' αυτό δεν ελεγε «ψέματα», όταν βεβαίωνε πως τα στρατεύματά του «δεν πρόκειται να αναμιχθούν με το καθεστώς της νήσου».
Δεν εκινδύνευε η λευτεριά του λαού της Μυτιλήνης από κείνον. Ο ίδιος δε θα ήθελε να ανακατωθεί και να ρυθμίσει αμέσως τη διοίκηση του τόπου.
Ίσα - ίσα αυτό ήταν το σημαντικό. Η παρουσία μονάχα απ' τ' αποικιακά στρατεύματα θα ήταν αρκετή για να δημιουργήσει την κατάλληλη ατμόσφαιρα και να μπορέσουν να προκύψουν όλες οι ενέργειες οι αντιλαϊκές. Ήταν αρκετός ο αέρας τους για να δημιουργήσουν τις απαραίτητες συνθήκες για να καταργηθούν ουσιαστικά «μόνες τους» οι τοπικές λαϊκές αρχές, να διοριστούν αντιλαϊκά στοιχεία για πρόεδροι και άλλοι άρχοντες και ν' αρχίσει πάλι η δράση της γνωστής κλίκας, που άρχισε κιόλας σε άλλους τόπους, όπου η λαϊκή δύναμη ήταν σχετικά μικρότερη.
Ο Turnbull θέλησε να βοηθήσει τη ντόπια αντίδραση να επιβάλει το «κράτος του νόμου» της. Ήθελε να εφαρμόσει ομοιόμορφο καθεστώς στα νησιά του Αιγαίου. Η Μυτιλήνη μονάχα έμενε έξω· ήταν το μόνο νησί που κρατήθηκε εαμικό ολότελα και μπόρεσε ν' αντιδράσει αποτελεσματικά στα σχέδια που γύρεψαν να εφαρμόσουν οι «αρχές» για να εξουδετερώσουν με τρικλοποδιές την επιρροή του ΕΑΜ.
Στις στραβές και αντιλαϊκές ενέργειες που έκαναν οι αρχές, ο λαός μπορούσε να διαμαρτυρηθεί ελεύθερα και αποτελεσματικά στη Μυτιλήνη. Αυτό ήταν φυσικά εμπόδιο για την εφαρμογή του «κράτους του νόμου» που θα 'φερνε την κλίκα του Γκλύξμπουργκ. Ο λαός κατέβαινε ελεύθερα συλλαλητήριο και φώναζε «δε θέλουμε τον Ιατρίδη», όταν ο κ. Ιατρίδης μπόδιζε τον εφοδιασμό του νησιού με τις απαγορεύσεις του και την άλλη «θέλουμε το Γώγο μας», όταν τα όργανα του Παπανδρέου έπιαναν τον αντιπρόσωπο της Κ.Ε. του ΕΑΜ, Γώγο, και τον κουβαλούσαν ταλαιπωρόντας τον χωρίς λόγο απ' τη μια στην άλλη. Αυτά όλα ήταν σοβαρά εμπόδια και έπρεπε να λείψουν.
Ο Σύμμαχος Ταξίαρχος ήθελε να κάνει αποβίβαση εντελώς κανονικά, γι' αυτό και με διπλωματικότητα ζήτησε να βγάλει τα στραιεύματά του, που «θα σταθμεύσουν επί της νήσου δια να εκπαιδευθούν, ώστε να είναι διαθέσιμα δια επιχειρήσεις εναντίον του κοινού έχθρού, του Γερμανού».
Το επιχείρημα ήταν για πολύ απλόν κόσμο, όταν σκεφτεί ένας τί γινόταν κείνες τις ημέρες στην Αθήνα. Ενόμιζε ο κ. Turnbull πως μ' αυτό τον τρόπο θα κάνει την οργάνωση και το λαό μαζί να δεχτούν, όταν θ' άκουγαν το μεγάλο τάχα σκοπό. Και ήταν εύκολο τότε να πει - όπως το 'πε δα στο έγγραφό του ο Ταξίαρχος - «εδηλώσατε τας προθέσεις σας ν' αντισταθείτε εναντίον της αποβιβάσεως και ετάξατε τους εαυτούς σας προς το μέρος του εχθρού».
Ήταν της μόδας κείνες τις ημέρες αυτό το επιχείρημα. Οι Άγγλοι ανταποκριτές - ήταν οι μόνοι ξένοι ανταποκριτές τότε στην Ελλάδα - λέγανε πως μαζί με τον ΕΛΑΣ πολεμούν και Γερμανοί. Η αντίδραση γύρευε να δημιουργήσει εντύπωση μ' αυτό τον τρόπο, πως τάχα ο ΕΛΑΣ συμπράττει με τους Γερμανούς!
Πολλή αφέλεια σ' όλ' αυτά, θα πει ένας. Καο όμως σε άλλες περιπτώσεις αυτό θα 'πιανε. Μα και σήμερα βρίσκονταν άνθρωποι που δεν είχαν το πολιτικό κριτήριο και συνείδηση της δύναμης της λαϊκής και θα μπορούσε να γελαστούν και να δεχτούν.
Η αντίδραση γύρεψε κι άλλη φορά - στις 24/9/44 - να επηρεάσει την κατάσταση στη Μυτιλήνη, ζητώντας μ' ένα έγγραφο να σταματήσει ή να ματαιώσει τις συλλήψεις των συνεργατών του εχθρού, που έκανε ο ΕΛΑΣ.
Δεύτερη φορά έφερε Ιερολοχίτες σε τέτιον αριθμό χωρίς κανένα λόγο, που η παρουσία τους μπορούσε ν' αποτελέσει κίνδυνο για την ησυχία του τόπου και την ομαλή δημοκρατική του ζωή. Το ξεσήκωμα του λαού τους έκανε να φύγουν.
Τώρα ο Ταξίαρχος αποφάσιζε να ανακατωθεί στα γερά, παίρνοντας παράδειγμα από την Αθήνα. Έρχεται με τη φοβέρα της πολεμικής δύναμης απ' τη μιά και της ευθύνης απ' την άλλη για τα γεγονότα που θα μπορούσε να προκαλέσει η δύναμη αυτή, μιά και η απόβαση έπρεπε να γίνει για να «εκπαιδευτούν» οι Ινδοί.
Δεν μπορούσε να 'χει κανένα άλλο επιχείρημα για να φέρει πάνω στο νησί στρατό. Στον τόπο επικρατούσε ησυχία και καμιά αταξία δεν έγινε ούτε την ημέρα της Λευτεριάς, που θα μπορούσε να 'ναι και δικαιολογημένη. Όλες οι αρχές δούλευαν πολύ καλά και μαζί τους συνεργάζονταν οι βρεττανικές και αμερικανικές αρχές, χωρίς καμιά δυσκολία.
Ο πραγματικός σκοπός της απόβασης φαινόταν από τις μέρες που γινόταν· στην Αθήνα ο πόλεμος ήταν στην ακμή του και η παρουσία στρατού στο νησί ήταν κακό σημάδι για το λαό· γι' αυτό και το ΕΑΜ ζήτησε μονάχα την αναβολή της «αποβίβασης» ως που να ηρεμήσει η κατάσταση, πράμα που δε θ' αργούσε να γίνει.
Και ύστερα ο Ταξίαρχος κατάλαβε πως η διπλωματική μέθοδος δε τον βοηθούσε καθόλου, αφού δεν ήταν με το μέρος του η κατάσταση. Δεν ήθελε να χτυπήσει, γιατί το σκοπό του δεν τον βοηθούσε το να κάνει απόβαση, σα να 'ταν έδαφος εχθρικό το νησί. Αυτό θα 'ταν στο παθητικό του.
Βλέποντας το λαό αποφασισμένο να τον αντιμετωπίσει, εδίστασε ν' αποφασίσει να ξαπλώσει τον πόλεμο και σ' άλλη επαρχία της Ελλάδας. Και το δισταγμό του τον δυνάμωνε και η κίνηση που γινόταν στην ίδια την Αγγλία και σ' ολόκληρο τον κόσμο για το Ελληνικό ζήτημα. Όλοι μιλούσαν με συμπάθεια για τον αγώνα του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου και ζητούσαν να ικανοποιηθούν οι αξιώσεις του οι δίκιες.
Ο Άγγλος Ταξίαρχος αντίκρυσε την επίμονη άρνηση του λαού της Μυτιλήνης και αναγκάστηκε να τραβηχτεί.
Η νίκη του λαού της Μυτιλήνης είχε μεγάλη πολιτική σημασία. Εφύλαξε το λαό από τη φασιστική επιβολή και περιφρούρησε τις δημοκρατικές του ελευθερίες.
«Μονάχα έτσι θα πάψουν τα σήμερα “θέλουμε” και άβριο “δε θέλουμε”». Μ' αυτά τα λόγια, λένε, πως εξηγούσε στους απλούς ναύτες ένας προϊστάμενός τους ανώτερος, όταν ήρθαν τα καράβια του Turnbull και ο κόσμος δεν ήξερε ακόμα καλά, αν θα γινόταν απόβαση ή όχι.
Αυτή η εξήγηση κλείνει μέσα της ολόκληρη την πολιτική σημασία που είχε η απόβαση. Δεν είχε σκοπό να κάνει στρατιωτική κατοχή το νησί ο Άγγλος Ταξίαρχος. Ερχόταν σα «φίλος» και «σύμμαχος» και γι' αυτό δεν ελεγε «ψέματα», όταν βεβαίωνε πως τα στρατεύματά του «δεν πρόκειται να αναμιχθούν με το καθεστώς της νήσου».
Δεν εκινδύνευε η λευτεριά του λαού της Μυτιλήνης από κείνον. Ο ίδιος δε θα ήθελε να ανακατωθεί και να ρυθμίσει αμέσως τη διοίκηση του τόπου.
Ίσα - ίσα αυτό ήταν το σημαντικό. Η παρουσία μονάχα απ' τ' αποικιακά στρατεύματα θα ήταν αρκετή για να δημιουργήσει την κατάλληλη ατμόσφαιρα και να μπορέσουν να προκύψουν όλες οι ενέργειες οι αντιλαϊκές. Ήταν αρκετός ο αέρας τους για να δημιουργήσουν τις απαραίτητες συνθήκες για να καταργηθούν ουσιαστικά «μόνες τους» οι τοπικές λαϊκές αρχές, να διοριστούν αντιλαϊκά στοιχεία για πρόεδροι και άλλοι άρχοντες και ν' αρχίσει πάλι η δράση της γνωστής κλίκας, που άρχισε κιόλας σε άλλους τόπους, όπου η λαϊκή δύναμη ήταν σχετικά μικρότερη.
Ο Turnbull θέλησε να βοηθήσει τη ντόπια αντίδραση να επιβάλει το «κράτος του νόμου» της. Ήθελε να εφαρμόσει ομοιόμορφο καθεστώς στα νησιά του Αιγαίου. Η Μυτιλήνη μονάχα έμενε έξω· ήταν το μόνο νησί που κρατήθηκε εαμικό ολότελα και μπόρεσε ν' αντιδράσει αποτελεσματικά στα σχέδια που γύρεψαν να εφαρμόσουν οι «αρχές» για να εξουδετερώσουν με τρικλοποδιές την επιρροή του ΕΑΜ.
Στις στραβές και αντιλαϊκές ενέργειες που έκαναν οι αρχές, ο λαός μπορούσε να διαμαρτυρηθεί ελεύθερα και αποτελεσματικά στη Μυτιλήνη. Αυτό ήταν φυσικά εμπόδιο για την εφαρμογή του «κράτους του νόμου» που θα 'φερνε την κλίκα του Γκλύξμπουργκ. Ο λαός κατέβαινε ελεύθερα συλλαλητήριο και φώναζε «δε θέλουμε τον Ιατρίδη», όταν ο κ. Ιατρίδης μπόδιζε τον εφοδιασμό του νησιού με τις απαγορεύσεις του και την άλλη «θέλουμε το Γώγο μας», όταν τα όργανα του Παπανδρέου έπιαναν τον αντιπρόσωπο της Κ.Ε. του ΕΑΜ, Γώγο, και τον κουβαλούσαν ταλαιπωρόντας τον χωρίς λόγο απ' τη μια στην άλλη. Αυτά όλα ήταν σοβαρά εμπόδια και έπρεπε να λείψουν.
Ο Σύμμαχος Ταξίαρχος ήθελε να κάνει αποβίβαση εντελώς κανονικά, γι' αυτό και με διπλωματικότητα ζήτησε να βγάλει τα στραιεύματά του, που «θα σταθμεύσουν επί της νήσου δια να εκπαιδευθούν, ώστε να είναι διαθέσιμα δια επιχειρήσεις εναντίον του κοινού έχθρού, του Γερμανού».
Το επιχείρημα ήταν για πολύ απλόν κόσμο, όταν σκεφτεί ένας τί γινόταν κείνες τις ημέρες στην Αθήνα. Ενόμιζε ο κ. Turnbull πως μ' αυτό τον τρόπο θα κάνει την οργάνωση και το λαό μαζί να δεχτούν, όταν θ' άκουγαν το μεγάλο τάχα σκοπό. Και ήταν εύκολο τότε να πει - όπως το 'πε δα στο έγγραφό του ο Ταξίαρχος - «εδηλώσατε τας προθέσεις σας ν' αντισταθείτε εναντίον της αποβιβάσεως και ετάξατε τους εαυτούς σας προς το μέρος του εχθρού».
Ήταν της μόδας κείνες τις ημέρες αυτό το επιχείρημα. Οι Άγγλοι ανταποκριτές - ήταν οι μόνοι ξένοι ανταποκριτές τότε στην Ελλάδα - λέγανε πως μαζί με τον ΕΛΑΣ πολεμούν και Γερμανοί. Η αντίδραση γύρευε να δημιουργήσει εντύπωση μ' αυτό τον τρόπο, πως τάχα ο ΕΛΑΣ συμπράττει με τους Γερμανούς!
Πολλή αφέλεια σ' όλ' αυτά, θα πει ένας. Καο όμως σε άλλες περιπτώσεις αυτό θα 'πιανε. Μα και σήμερα βρίσκονταν άνθρωποι που δεν είχαν το πολιτικό κριτήριο και συνείδηση της δύναμης της λαϊκής και θα μπορούσε να γελαστούν και να δεχτούν.
Η αντίδραση γύρεψε κι άλλη φορά - στις 24/9/44 - να επηρεάσει την κατάσταση στη Μυτιλήνη, ζητώντας μ' ένα έγγραφο να σταματήσει ή να ματαιώσει τις συλλήψεις των συνεργατών του εχθρού, που έκανε ο ΕΛΑΣ.
Δεύτερη φορά έφερε Ιερολοχίτες σε τέτιον αριθμό χωρίς κανένα λόγο, που η παρουσία τους μπορούσε ν' αποτελέσει κίνδυνο για την ησυχία του τόπου και την ομαλή δημοκρατική του ζωή. Το ξεσήκωμα του λαού τους έκανε να φύγουν.
Τώρα ο Ταξίαρχος αποφάσιζε να ανακατωθεί στα γερά, παίρνοντας παράδειγμα από την Αθήνα. Έρχεται με τη φοβέρα της πολεμικής δύναμης απ' τη μιά και της ευθύνης απ' την άλλη για τα γεγονότα που θα μπορούσε να προκαλέσει η δύναμη αυτή, μιά και η απόβαση έπρεπε να γίνει για να «εκπαιδευτούν» οι Ινδοί.
Δεν μπορούσε να 'χει κανένα άλλο επιχείρημα για να φέρει πάνω στο νησί στρατό. Στον τόπο επικρατούσε ησυχία και καμιά αταξία δεν έγινε ούτε την ημέρα της Λευτεριάς, που θα μπορούσε να 'ναι και δικαιολογημένη. Όλες οι αρχές δούλευαν πολύ καλά και μαζί τους συνεργάζονταν οι βρεττανικές και αμερικανικές αρχές, χωρίς καμιά δυσκολία.
Ο πραγματικός σκοπός της απόβασης φαινόταν από τις μέρες που γινόταν· στην Αθήνα ο πόλεμος ήταν στην ακμή του και η παρουσία στρατού στο νησί ήταν κακό σημάδι για το λαό· γι' αυτό και το ΕΑΜ ζήτησε μονάχα την αναβολή της «αποβίβασης» ως που να ηρεμήσει η κατάσταση, πράμα που δε θ' αργούσε να γίνει.
Και ύστερα ο Ταξίαρχος κατάλαβε πως η διπλωματική μέθοδος δε τον βοηθούσε καθόλου, αφού δεν ήταν με το μέρος του η κατάσταση. Δεν ήθελε να χτυπήσει, γιατί το σκοπό του δεν τον βοηθούσε το να κάνει απόβαση, σα να 'ταν έδαφος εχθρικό το νησί. Αυτό θα 'ταν στο παθητικό του.
Βλέποντας το λαό αποφασισμένο να τον αντιμετωπίσει, εδίστασε ν' αποφασίσει να ξαπλώσει τον πόλεμο και σ' άλλη επαρχία της Ελλάδας. Και το δισταγμό του τον δυνάμωνε και η κίνηση που γινόταν στην ίδια την Αγγλία και σ' ολόκληρο τον κόσμο για το Ελληνικό ζήτημα. Όλοι μιλούσαν με συμπάθεια για τον αγώνα του Εθνικού Απελευθερωτικού Μετώπου και ζητούσαν να ικανοποιηθούν οι αξιώσεις του οι δίκιες.
Ο Άγγλος Ταξίαρχος αντίκρυσε την επίμονη άρνηση του λαού της Μυτιλήνης και αναγκάστηκε να τραβηχτεί.
Η νίκη του λαού της Μυτιλήνης είχε μεγάλη πολιτική σημασία. Εφύλαξε το λαό από τη φασιστική επιβολή και περιφρούρησε τις δημοκρατικές του ελευθερίες.
πηγές:Εκδόσεις
Μνήμη- Βιβλίο "Χριστούγεννα 1944 Μυτιλήνη" επιμέλεια Ηλία Παρασκεβαΐδη
& του Τάκη Ελευθεριάδη/ Οι περισσότερες φωτογραφίες από το αρχείο
του Δουκάκη Σίμου Χουτζαίου / vrahokipos.net / εφημερίδα ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου