γραφει ο αρισταρχος
Σελίδα 7
Άγει δε προς φως την αλήθειαν χρόνος.Μένανδρος, 4ος αιών π.Χ.
Ο χειμώνας πέρασε, ήρθε άνοιξη. Το Πάσχα γιορτάστηκε με πολύ φειδώ
και λιτότητα. Ήταν ίσως το πιο φτωχό Πάσχα των τελευταίων είκοσι ετών.
Αλλά ήταν πιο κατανυκτικό και πιο Χριστιανικό. Χρόνια είχε να δει τόσο
νέο κόσμο μαζεμένο στην εκκλησία. Κι όλα αυτά ξεκινούσαν από την μεγάλη
αγωνία για το σκοτεινό αύριο. Τούτες τις δύσκολες στιγμές η οικογένεια
ήταν πιο κοντά ο ένας στον άλλο.
Ξεκίνησε ο Ιούνιος με μεγάλες ζέστες πρωτόγνωρες για την εποχή.
Άλλες χρονιές ο κόσμος έτρεχε για να ετοιμαστεί για τις επερχόμενες
διακοπές του καλοκαιριού. Από πέρυσι όμως και ειδικά φέτος λόγω της
κρίσης η λέξη διακοπές ακουγόταν μόνο σ’ αυτές της ΔΕΗ, λόγω μη πληρωμής
των λογαριασμών.
Παρ’ όλα αυτά βρήκαν το
αποθεματικό που χρειάζονταν, λίγο στενό βέβαια αλλά με λίγη οικονομία θα
έφτανε. Φόρτωσαν το αυτοκίνητο με τσάντες φαγητά και ρούχα και κίνησαν
αυτή κι ο Μανώλης για το μεγάλο νησί. Το κάρφωσε στο μυαλό της με
συμπαγή περτσίνια. Που να της το βγάλεις. Όταν έλεγε κάτι δεν της το
άλλαζες ο Θεός να κατέβαινε, ίδια η μάνα της.
Έφτασαν χωρίς κάτι το ιδιαίτερο στον Πειραιά και ήταν στην ώρα τους
για το μεγάλο ταξείδι. Το καράβι μπήκε στην ρότα του, κι αυτοί αντρόγυνο
στην καμπίνα τους. Ο καιρός λίγο άστατος αλλά τίποτε το ανησυχητικό. Ο
θαλαμηπόλος ενημερωμένος, με το αζημίωτο, τους ξύπνησε μία μετά τα
μεσάνυχτα μόλις φάνηκε ο φάρος της Γερακούλιας(Φαλκονέρα). Ντύθηκε με
προσεκτικές και γρήγορες κινήσεις σπρώχνοντας τον Μανώλη. “Τι έγινε θα
σηκωθείς;”
Η αλήθεια ήταν πως το καράβι κουνούσε λίγο κι αυτό τον ανακάτωσε.
Ένιωθε το στομάχι του πέτρα. Δεν θα σηκώνονταν αλλά έτσι νόμιζε πως θα
ένιωθε καλύτερα. Έφτασαν εύκολα στο κατάστρωμα. Έβγαλε η γυναίκα απ’ την
μεγάλη τσάντα που κρατούσε ένα στεφάνι και πλησίασε στην κουπαστή. Το
σταύρωσε και ύστερα τόφερε στα χείλη της. Το φίλησε κι έκλεισε τα μάτια
της ανασύροντας απ’ την μνήμη της την γλυκιά μορφή του εικοσάχρονου
αδερφού της, του Ευτύχιου.
Υπηρετούσε στο νησί και ήταν να ρθεί με αναρρωτική άδεια για να
περάσει μαζί τους τα Χριστούγεννα. Τους πήρε τηλέφωνο στο ψιλικατζίδικο
της γειτονιάς και τους ενημέρωσε πως