«Δεν έχω
περπατήσει την Αθήνα» λέει διστακτικά η 37χρονη Χάτιρα από την Καμπούλ.
«Μέχρι το Πεδίον του Άρεως έχω πάει, κι αυτό μέχρι τη μέση. Στην αρχή
δεν φοβόμουν πολύ, απλώς νόμιζα ότι θα χαθώ. Τώρα τρέμω να βγω έξω»
προσθέτει, στρέφοντας το βλέμμα στα πρόσωπα των παιδιών της. Μόνο τα
τρία βρίσκονται μαζί της. Ο μεγαλύτερος γιος της, στα 15 του, έχει χαθεί
στο δρόμο για τη Σουηδία. Η Χάτιρα έχει να του μιλήσει μήνες, απ’ όταν
έφυγε οδικώς να κυνηγήσει τα όνειρά του σε μια άλλη «γη της επαγγελίας».
Αυτά τα
όνειρα ήταν που οδήγησαν την οικογένεια ως εδώ. Κυρίως, η ελπίδα για
εκπαίδευση των παιδιών, για το κλειδί σε μια καλύτερη ζωή. «Εγώ όταν
μεγαλώσω θέλω να γίνω αστυνομικός!» λέει ο μικρότερος γιος της Χάτιρα.
«Εγώ γιατρός», «κι εγώ πολιτικός επιστήμονας», προσθέτουν οι δύο κόρες
της. Ωστόσο οι πόρτες του σχολείου προς το παρόν είναι κλειστές μπροστά
τους. Όπως κι αυτές της αξιοπρεπούς διαβίωσης ή ακόμη και της επαρκούς
τροφής. Ο ρατσισμός, αντίθετα, ήταν ο πρώτος που τους υποδέχθηκε, όταν
τελείωσε το μακρύ ταξίδι τους προς την ελληνική πρωτεύουσα.
Η Χάτιρα
παντρεύτηκε στην Καμπούλ πριν από 17 χρόνια. Ο άντρας της ήταν μακρινός
συγγενής της και δεν τον είχε ξανασυναντήσει. Τον δέχτηκε ύστερα από
πίεση, τη δεύτερη φορά που ήρθε για το προξενιό. «Ήθελα να πάω σχολείο,
όπως και οι δύο αδερφές μου. Όμως ο πατέρας μου δεν ήταν σε καλή
οικονομική κατάσταση. Με τη δουλειά του, απλώς κάλυπτε τα έξοδα του
σπιτιού. Γι’ αυτό και, όταν μεγαλώσαμε, μας πάντρεψε» διηγείται.
«Τουλάχιστον, με τον άντρα μου συνεννοούμασταν, δεν τσακωνόμασταν ποτέ.
Μετακομίσαμε στην Τεχεράνη, όπου εκείνος δούλευε ως μικροπωλητής. Για
τον εαυτό μας, δεν είχαμε πολύ μεγάλες βλέψεις. Όμως δεν θέλαμε τα
παιδιά μας να καταλήξουν σαν κι εμάς –αμόρφωτα και χωρίς μέλλον. Στο
Ιράν δεν είχαμε κάποιο καθεστώς για να μπορέσουμε να μείνουμε παραπάνω.
Γι’ αυτό κι αποφασίσαμε να έρθουμε εδώ, τρεις οικογένειες μαζί, εγώ και
οι αδερφές μου».
Άντρες,
γυναίκες και παιδιά διέσχισαν με τα πόδια τα βουνά που χωρίζουν το Ιράν
από την Τουρκία. Κατέληξαν στην Κωνσταντινούπολη, όπου επί ένα μήνα
έψαχναν, αλλά δεν έβρισκαν πουθενά δουλειά. Με τις αποταμιεύσεις τους,
αγόρασαν μια θέση σε ένα φουσκωτό, που θα τους έφερνε μέσω θαλάσσης στην
Ελλάδα. Λίγες ώρες μετά την έναρξη του ταξιδιού, κατέληξαν σε μια
άγνωστη περιοχή στην «από εδώ» πλευρά των συνόρων. «Αρχίσαμε να
περπατάμε χωρίς να ξέρουμε πού είμαστε χωρίς νερό και φαγητό, μέχρις
ότου πέσαμε κάτω, μουδιασμένοι από την κούραση. Μαζί μας είχαμε έντεκα
παιδιά. Μας είχε πάρει ο ύπνος στο χώμα, όταν μας εντόπισε η αστυνομία.
Μας έδωσαν ψωμί, νερό και στεγνά ρούχα και, λίγες μέρες αργότερα, ένα
χαρτί απέλασης, δείχνοντάς μας το δρόμο για το πλοίο προς την
πρωτεύουσα».
«Όταν
αποβιβαστήκαμε στην Αθήνα, πήραμε το λεωφορείο και μετά το τρένο. Μας
είχαν πει να πάμε σε κάποιο πάρκο, αλλά δεν θυμόμασταν ποιο ήταν και
καταλήξαμε στην πλατεία Αττικής. Μόλις φτάσαμε, είδαμε τα παγκάκια.
Πεινασμένοι και κουρασμένοι, όπως ήμασταν, κάτσαμε να ξαποστάσουμε. Οι
άντρες έφυγαν για να πάρουν τηλέφωνο ένα συγγενή που ζούσε ήδη εδώ, κι
έτσι μείναμε μόνες με τα παιδιά» συμπληρώνει η Χάτιρα. «Τότε ήταν που
μας επιτέθηκαν. Τέσσερις γυναίκες με τρεις σκύλους. Ήρθαν πρώτα σε εμένα
και τα παιδιά μου και μας έσπρωξαν. Μετά πήγαν στις αδερφές μου,
άρχισαν να τις χτυπούν, πήραν τις τσάντες τους και τις πέταξαν κάτω.
Χτυπούσαν κι έσπρωχναν ακόμη και τα παιδιά! Και, όταν ήρθε ο γαμπρός
μου, που μιλούσε σπαστά αγγλικά, να τις ρωτήσει γιατί μας φέρονται έτσι,
επιτέθηκαν και σε εκείνον».
«Αυτός που
μας γλίτωσε ήταν ο μεγάλος ανιψιός μου. Εκεί που μας χτυπούσαν, έκανε
μια χειρονομία σαν να λέει “είστε τρελοί;”, κι αμέσως άρχισαν να τον
κυνηγούν. Τότε, μαζέψαμε γρήγορα τα πράγματά μας και ξεκινήσαμε να
τρέχουμε. Πήγαμε προς το σταθμό τρέχοντας, βρήκαμε το συγγενή μας, μας
πρόλαβε κι ο ανιψιός μου και φύγαμε όλοι μαζί».
«Από τότε, η
οικογένειά μας έχει διαλυθεί» προσθέτει η γυναίκα με λυγμό. «Η μία
αδερφή μου με το σύζυγο και τα παιδιά της πήραν την απόφαση να
ξαναγυρίσουν στο Αφγανιστάν, μέσω του Διεθνούς Οργανισμού Μετανάστευσης.
Ο άντρας μου κρατείται. Ο μεγάλος μου γιος συνελήφθη, επειδή πουλούσε
αναπτήρες στα φανάρια και, όταν βγήκε, αποφάσισε να φύγει για τη
Σουηδία. Τώρα δεν ξέρω πια πού βρίσκεται».
«Για να φάμε,
ο άντρας μου μάζευε μέταλλα, τα οποία πουλούσε για 3-4 ευρώ τη μέρα.
Τώρα, ο γαμπρός μου μας φέρνει φαγητό από τα συσσίτια, όμως το ενοίκιο
παραμένει πρόβλημα. Πριν από λίγες εβδομάδες, είχα μαζέψει κάποια
πράγματα από τα σκουπίδια και τα πούλησα σε ένα παζάρι. Προσπάθησα κι
εγώ να πάω για μέταλλα και είναι πολύ δύσκολο. Όμως, το μόνο που με
απασχολεί είναι τα παιδιά. Δεν ξέρουν σε τι κατάσταση βρίσκομαι
οικονομικά. Ζητούν ό,τι θέλουν, είτε γάλα είτε παπούτσια είτε κάτι άλλο,
τα οποία δεν μπορώ να τους προσφέρω. Αν ο σύζυγος μου ήταν ελεύθερος,
θα μπορούσε τουλάχιστον να τους δώσει ένα ποτήρι γάλα…»